Φλογισμένη καρδιά
Στη μέση του πουθενά
εκεί στο ερειπωμένο αρχοντικό
τα βιολιά της θλίψης
παίζουν κάθε βράδυ
το μουρμουρητό της νεκρής νύφης.
Ένας άγγελος κατεβαίνει στη γη
μοιρολόι ξεκινά
στη στέρνα της ανυπαρξίας.
Με τα δάκρυά του
ζήτα μιαν άλλη κάθαρση.
Ταράσσει τα νερά της ιστορίας
μήπως και νοτίσει
τη μοιραία σελίδα του παρελθόντος
εκείνη που στοίχειωσε
ξαφνικά και για πάντα.
Άδικος κόπος!
Η μαύρη σελίδα
γράφτηκε με ανεξίτηλο μελάνι
ένα πρωινό
πριν από πολλά χρόνια.
Εκείνη ξύπνησε ιδρωμένη
στα σατέν σεντόνια της
όταν με τρόμο αντίκρισε
πως κοιμόταν επάνω
σε ένα σωρό μοβ φτερά.
Κι όμως τι παράξενο!
Είχε την αίσθηση πως
ένα λευκό φτερό
χάιδευε τα όνειρά της καιρό τώρα.
Μάλλον ήρθε η ώρα
να κοιτάξει κατάματα
στον καθρέφτη της αλήθειας.
Το κάτοπτρο
φανέρωσε την τρέλα της
αυτή που φούντωνε
μέσα στη μοναξιά.
Μα γιατί φορούσε νυφικό;
Που ήταν ο αγαπημένος της;
Έψαξε ανάμεσα στα χαρτιά
να πάρει μιαν απάντηση
από στίχους ξεχασμένους.
Τα δάκρυα έσμιξαν με το μελάνι
και η απελπισία με τα γραμμένα.
Η οργή άρπαξε ένα κερί
κι έβαλε φωτιά στα χειρόγραφα.
Ένα ουρλιαχτό αντήχησε
στο άδειο σπίτι
κι έπειτα έκλεισε την πόρτα στα παλιά.
Ξυπόλυτη καθώς ήταν
άρχισε να τρέχει έξω
ψάχνοντας
αυτό το κάτι
που της διέφευγε.
Αγκάθια μάτωναν τα γυμνά πόδια
μα έδειχνε να μην την αγγίζουν.
Πέρασε τις πύλες της λογικής
και με βήμα γοργό
έφτασε στη θάλασσα.
Εκεί το αλμυρό δάκρυ
έσμιξε με το κύμα του αναθέματος.
Χωρίς ρούχα πια
σα γοργόνα
εξορισμένη στο βασίλειο των θνητών
θρηνούσε την αβάσταχτη μοίρα της.
Ήδη ένιωθε
πως ανήκε σε άλλον κόσμο
μόνο που το πέρασμα
έμελλε να συντελεστεί
με το τελετουργικό της κάθαρσης.
Το δηλητήριο στο αίμα της
δεν ήταν η εγκατάλειψη
μα
η μη απαντοχή της.
Οι αράχνες του φόβου
χάθηκαν
το ποτήρι ήταν γεμάτο
κι έτοιμο
για εκείνη μόνο.
Επέστρεψε στο αρχοντικό
φόρεσε το νυφικό με το πέπλο
κατέβηκε αργά την ξύλινη σκάλα.
Με ένα κηροπήγιο
τρείς φλόγες φώτισαν
τα σκοτάδια της.
Μπροστά στον καθρέφτη
θαύμασε τη λύτρωση
που διαφαινόταν
αυτή που έκανε την καρδιά
να χτυπά ζωηρά.
Έτσι χαμογελώντας
έφερε τη φωτιά στο πέπλο
και τη ζωή στο θάνατο.
Έσμιξε οδυνηρά
η νεκρή νύφη με τον Άδη!
Ο τύμβος της
γεμάτος ξεραμένα φύλλα πια
ξεχάστηκε από θεούς κι ανθρώπους.
Η μορφή της που διαβάζει
στον κήπο με τα τριαντάφυλλα
κάηκε σε μια στιγμή
όμως η εύθραυστη καρδιά της
πέτρωσε στο χρόνο
για πάντα!
#TsamakiPoems