Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

Έλα μόνο μια στιγμή


 

Έλα μόνο μια στιγμή


Τόσα σου φύλαξα έλα, δες

όσα θέλησες και όσα θες

μπες στην καρδιά μου χωρίς κλειδί

βρες την αγάπη που ζει εκεί.


Ένα φιλί σου, μόνο ζητώ

πρώτη φορά να νιώσω πως ζω

ύστερα φύγε αν έτσι θες

έμαθα να κρύβομαι στο χθες.


Πιες απ' τα χέρια μου νερό

δες πως τρέμουν για σένα καιρό

μείνε μαζί μου για μια στιγμή

μία σταγόνα μες στη σιωπή.


Ένα φιλί σου, μόνο ζητώ

πρώτη φορά να νιώσω πως ζω

ύστερα φύγε αν έτσι θες

έμαθα να κρύβομαι στο χθες.



#TsamakiPoems













Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

Απελεύθερη ψυχή






Απελεύθερη ψυχή


Στην οικογένεια της Ντόρας ήταν γνωστό σε όλους πως η καταγωγή τους κρατούσε από τις στέπες του βορρά. Εκεί όπου οι πρόγονοί τους, άλλοτε γενναίοι πολεμιστές, τα καθαρόαιμα άγρια άλογα, ζουν σε αγέλες κάτω από αντίξοες κλιματικές συνθήκες.
Κάποια από εκείνα ακολούθησαν τ’ αποδημητικά πουλιά κι έφτασαν στην κοιλάδα του νότου. Το ψηλό χορτάρι, το άφθονο τρεχούμενο νερό και το ήπιο κλίμα ήταν αυτά που κράτησαν το κοπάδι μόνιμα  στο νέο τους σπίτι. Η Ντόρα θυμάται τον εαυτό της, από μικρή φοράδα, να παίζει με ένα αρσενικό, απόγονο της ντόπιας φυλής  της κοιλάδας του νότου. Πώς να μην αγαπηθούν και να μη ζευγαρώσουν; Μάλιστα η Ντόρα πέρα από το συνηθισμένο, γέννησε τρία αλογάκια δίνοντάς τους την ώρα της γέννας και το όνομά τους. Το πρώτο, το θηλυκό το ονόμασε « Νία», το δεύτερο, το αρσενικό « Τάση» και το μικρότερο, θηλυκό  «Χία».  Όλα τα είχε και τίποτα δεν τάραζε την ήσυχη ζωή τους.


Ήρθε όμως η εποχή μιας παρατεταμένης ξηρασίας. Κάτι παρόμοιο δεν είχε συμβεί ποτέ στα χρονικά. Το ποτάμι στέρεψε και το χορτάρι δε φύτρωνε πια. Η απελπισία ήταν διάχυτη στα μάτια όλων και το αγέρωχο παράστημα έδωσε τη θέση του στην κατήφεια. Ένα βράδυ στην κοιλάδα άναψαν φωτιές. Χλιμιντρίσματα αντιλαλούσαν , έκοβαν τη νύχτα σε κομμάτια, καθώς οι οπλές των αλόγων χόρευαν στην ξερή γη. Ένα παράξενο τελετουργικό έλαβε χώρα για πρώτη φορά. Όλο το κοπάδι των αλόγων , επιβήτορες, φοράδες και μικρά άλογα παρατάχτηκαν σε κύκλο γύρω από το γέρικο άλογο της φυλής. Αυτό ήταν ο αρχηγός τους καθώς επίσης είχε και την ιδιότητα του μάντη. Ήρθε η στιγμή να δώσει τη σοφή συμβουλή του αφού τόσο καιρό οι οιωνοί του προμήνυαν το τι μέλλει γενέσθαι. Ο οχλοβοή σταμάτησε και ο αρχηγός πήρε το λόγο:
_ Η βροχή μας ξέχασε και μαζί μ’ αυτή μας προσπέρασε και η εποχή της αφθονίας. Το κοράκι που μιλά τη γλώσσα μας ήταν σαφές… Οι άνθρωποι κυνηγοί πλησιάζουν στην κοιλάδα μας, σε λίγες ημέρες θα είναι εδώ. Έχουμε δύο επιλογές: Όποιος θέλει να δουλέψει για τον άνθρωπο θα παραμείνει εδώ που γεννήθηκε. Θα πιαστεί με τη θέλησή του αιχμάλωτος, θα χάσει μεν την ελευθερία του, μα θα έχει φαγητό. Η δεύτερη επιλογή είναι η μετανάστευση σε υψηλότερο υψόμετρο. Στους πρόποδες του βουνού μαζεύονται σύννεφα, η βροχή δίνεται σε άλλες φυλές αλόγων. Το ταξίδι είναι μεγάλο, οι εχθροί πολλοί και η μάχη που θα δώσετε για να σας αποδεχτούν οι όμοιοί μας, μεγαλύτερη. Ακούστε προσεκτικά την τελευταία μου κουβέντα: Δεν υπάρχουν δειλοί ανάμεσά μας. Σε όλους μας πάλλεται μια τολμηρή καρδιά στο στήθος. Μα να ξέρετε πως μόνο ένας από εμάς είναι γεννημένος ήρωας. Η ψυχή του έλκεται από το οροπέδιο της γαλήνης, εκεί όπου ανήκει και αποφασιστικά θα φθάσει. Ναι, το ιερό μας χώμα, εκεί που μόνο τα αγνά άλογα παρασημοφορούνται με το μαγικό κέρας, αυτό θα πατήσει ένας από εσάς με κάποιους από την οικογένειά του. Καλώς ή κακώς μια οικογένεια θα διχαστεί. Ένας θα μείνει πίσω και οι υπόλοιποι θα ανέβουν στο βουνό. Στη σύντομη ζωή μου, χαίρομαι που μου αποκαλύφθηκε η μοίρα των μαγικών μονόκερων...


_ Μητέρα, το παραμύθι που μας λες με τους μαγικούς μονόκερους κάθε βράδυ είναι αληθινό; Ρώτησαν έκπληκτα τα τρία αλογάκια τη Ντόρα.
 Εκείνη όμως δεν απάντησε, έμεινε ν’ αναλογίζεται τα λόγια του σοφού με την καρδιά της να σφίγγεται και να διχάζεται. Το βράδυ εκείνο, κοιμήθηκαν μόνο τα μικρά της φυλής. Τα μεγάλα άλογα έπρεπε να πάρουν μίαν απόφαση για την επόμενη κίνησή τους.


_ Γυναίκα, είπε ο σύντροφος της Ντόρας, το μέλλον για την οικογένειά μας δεν είναι άλλο από τη φυγή. Στους πρόποδες του βουνού θα είμαστε ελεύθεροι όπως πάντα. Τα χαράματα ξεκινάμε...
Η αγαπημένη του Ντόρα, έκλεισε τα βλέφαρα της με ένα νεύμα επιδοκιμασίας και ικανοποίησης. Το δύσκολο ταξίδι ήταν και η δική της επιλογή, ευτυχώς που οι δυο τους ήταν το ίδιο ελεύθερες ψυχές! Έγειρε ν’ αποκοιμηθεί στο πλευρό του αναπνέοντας με ανακούφιση. Τελευταίο βράδυ στην πατρίδα, λιγοστός ο ύπνος πριν το μεγάλο ταξίδι.


 Το ξημέρωμα ο ήλιος χάρισε τις ακτίνες του στην κοιλάδα του νότου. Ακτίνες δύναμης κι υπομονής για όσους επέλεξαν να πιαστούν αιχμάλωτοι και ακτίνες θάρρους για εκείνους που θα μετανάστευαν. Τα νεαρά άλογα ξεκίνησαν για το δρόμο της λύτρωσης. Μπροστά βάδιζαν οι γονείς κι ακολουθούσαν τα μικρά τους. Τα αλογάκια δεν καταλάβαιναν ακριβώς τι γίνεται, λες και η παιδικότητά τους τα προστάτευε από τη θλίψη της ενηλικίωσης. Σαν εκδρομή το έβλεπαν όλο αυτό, μια εκδρομή που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να κάνουν.
_ Μαμά διψάω! Ακούγονταν κάθε τρείς και λίγο.


_ Σε λίγο καλό μου, κάνε υπομονή! Απαντούσαν οι φοράδες.
 Η έρημη γη που διέσχιζαν μερόνυχτα δεν είχε τέλος. Κι ενώ τα βράδια όλοι έπεφταν για ύπνο, κουρασμένοι καθώς ήταν, η Ντόρα δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Ήταν η μοναδική που έκλεινε τα βλέφαρά της παραμένοντας όρθια. Κλείδωνε τις αρθρώσεις των ποδιών της και με τον παραμικρό ήχο άνοιγε τα μάτια. Σε ετοιμότητα λοιπόν για κάθε ενδεχόμενο, όρισε τον εαυτό της φρουρό του κοπαδιού. Με λιγοστή, διακεκομμένη ξεκούραση έδινε θάρρος στην οικογένεια. Η πρωινή δροσιά στα φύλλα ενυδάτωνε την πίστη της για ένα καλύτερο μέλλον, ο ήλιος αν και καυτός, πύρωνε το μητρικό της ένστικτο. Μια ανεκτή πορεία προς το άγνωστο μέχρις ότου μια ‘μέρα βρέθηκαν όλοι μπροστά σε ένα μακάβριο θέαμα...


Θα το έλεγε κάποιος σαν νεκροταφείο αλόγων! Οστά σκορπισμένα τριγύρω, τουλάχιστον είκοσι αλόγων, με τις σάρκες τους να έχουν αποσυντεθεί προ πολλού. Ανάμεσα στο σωρό εύκολα διέκρινε ο οποιοσδήποτε βέλη ανθρώπων! Χλιμιντρίσματα και ρουθουνίσματα γέμισαν τον αέρα. Όλο το κοπάδι τέντωσε τα αυτιά του καθώς τα πάντα γύρω φώναζαν: «Κίνδυνος!». Ήταν φανερό πως οι άνθρωποι είχαν περάσει από εκείνο το σημείο ή μπορεί και να βρίσκονταν  ακόμη εκεί κοντά. Πού να κρυβόντουσαν να γλιτώσουν τη ζωή τους; Οι μικροί θάμνοι δεν τους άφηναν πολλά περιθώρια...Τα μικρά άλογα άρχισαν να κλαίνε και τα μεγάλα με ένα ξέφρενο, άναρχο καλπασμό γέμιζαν σκόνη στο τοπίο του εγκλήματος. Τότε ακούστηκε η φωνή της μεγάλης κόρης, της Νίας:
_ Εσείς φταίτε για όλα! Εσείς που μας φέρατε εδώ!


Ο πατέρας της την αγκάλιασε και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί...Ήταν δεμένοι αυτοί οι δύο. Ποιος ξέρει τι της είπε και την ηρέμησε; Πάντως η Ντόρα δεν περίμενε τέτοιο ξέσπασμα από τη μεγάλη. Ήταν και η ίδια μπροστά όταν ο αρχηγός της φυλής έθεσε το δίλημμα. Βέβαια τα μικρά δε ρωτήθηκαν μα ούτως ή άλλως οι γονείς αποφάσιζαν πάντα για τα σοβαρά θέματα. Ίσως τελικά η Νία να μην επιθυμούσε τη μετανάστευση, γι' αυτό και σε όλη τη διαδρομή δεν πολυμιλούσε. Ο Τάσης ήταν σοβαρός και δεν παραπονιόταν, ήθελε να μοιάσει του πατέρα του, στη δύναμη. Από την άλλη πλευρά η μικρότερη, η Χία, ήταν ένα παιδί εύθυμο και ρομαντικό με την ψυχή της να λαχταρά ιστορίες για μονόκερους! Μπροστά λοιπόν στο μακάβριο θέαμα η Χία σφίχτηκε στην αγκαλιά της μητέρας της. Κανένας δεν έπαιρνε καμία πρωτοβουλία και μόλις το ποδοβολητό σταμάτησε λόγω εξάντλησης, η Ντόρα πήρε το λόγο:
_ Οι ήρωες ετούτοι έπεσαν σε έναν άνισο αγώνα χωρίς αιτία. Η ψυχή τους τώρα καλπάζει στο οροπέδιο της γαλήνης! Η κακή τους τύχη, μας προειδοποιεί να βιαστούμε. Αν μείνουμε περισσότερο εδώ ίσως γίνουμε κι εμείς τροφή για τους γύπες. Ας γίνει η πρωινή δροσιά, ποτάμι στην ψυχή μας που θα μας ξεδιψάσει, που θα μας παρασύρει με ορμή προς ένα νέο σπίτι!


Όλοι έμειναν έκθαμβοι από τα λόγια της Ντόρα και πιο πολύ ο άντρας της. Δε συνηθίζονταν να μιλούν έτσι τα θηλυκά και φυσικά δεν τους δίνονταν ο λόγος για σοβαρά θέματα. Είχε δίκιο όμως σε όλα, παρηγοριά στο θάνατο, ελπίδα και τόλμη για τη ζωή. Χωρίς άλλη κουβέντα προσπέρασαν το νεκροταφείο των οστών και συνέχισαν κάτω από τον καυτό ήλιο. Η Νία δε φάνηκε να συμφώνησε με τη συνέχιση της πορείας και συχνά γύριζε το κεφάλι της προς τα πίσω με νοσταλγία. Διέθετε τη δυναμικότητα της μητέρας της, μα δε ρίσκαρε εύκολα. Στιγμές στιγμές πείραζε την ουρά της Ντόρας, κάτι που φαίνονταν σαν παιχνίδι μα και οι δύο γνώριζαν πως ήθελε να προκαλέσει, να ενοχλήσει...Στο δρόμο ο Τάσης μιλούσε με άλλα αρσενικά αλογάκια και έφτιαχναν με το μυαλό τους ιστορίες για το πως οι ίδιοι θα νικούσαν τους ανθρώπους στη μάχη. Ναι αυτοί, αν και  μικροί ήταν πιο έξυπνοι από τη φυλή που έχασε τη μάχη. Η Ντόρα άκουγε τα φανταστικά ανδραγαθήματά τους και χαμογελούσε με υπερηφάνεια! Η ζέστη πύρωνε την καρδιά των μικρών με δύναμη, το φαγητό τους ήταν τα όνειρα της ενηλικίωσης...Το βάδισμα άρχισε να γίνεται ενδιαφέρον για τη μικρή Χία καθώς είχε την ευκαιρία να πιάνει κουβέντα με τη Ντόρα. Τα παραμύθια που της έλεγε τόσα βράδια για το οροπέδιο της γαλήνης σε συνδυασμό με τα λόγια του μάγου την έβαλαν σε περίσκεψη.
_ Μητέρα, τελικά το οροπέδιο της γαλήνης υπάρχει; Το μαγικό κέρας χαρίζεται στα αγνά άλογα; Τι σημαίνει αγνό άλογο;


 Λες και όλοι είχαν ακούσει τα λόγια της Χίας, ξαφνικά έπεσε σιωπή στο κοπάδι σα να περίμεναν με ανυπομονησία την απάντηση της Ντόρας.
_ Μικρή μου, φυσικά και όλα αυτά δεν είναι παραμύθια. Υπάρχει πολλή σοφία στις παραδόσεις της φυλής μας και οπωσδήποτε κάποιος, κάποτε μας τα φανέρωσε όλα αυτά. Η  δική μου μητέρα  συνήθιζε να μου λέει να μην λυπάμαι κάθε φορά που κάποιος ανάμεσα μας γερνούσε και ανήμπορος πέθαινε. Οι ψυχές όλων των χαμένων αλόγων παίρνουν νέο σώμα και κατοικούν στο οροπέδιο της γαλήνης. Μας περιμένουν εκεί να ξανασυναντηθούμε και να ζήσουμε για πάντα ευτυχισμένοι.


_ Τα ζωντανά άλογα δεν πάνε εκεί; Μήπως δεν ξέρουν το δρόμο;
_ Ο παππούς μου, έλεγε ότι μόνο ένα άλογο ζωντανό επιλέγεται να πάει στο ιερό  αυτό χώμα κάθε εκατό χρόνια... Ένα άλογο με αγνή και θαρραλέα ψυχή. Αγνός είναι αυτός που δεν πίνει το δηλητήριο της κακιάς, αυτός που χλιμιντρίζει στον ήλιο, όσο και στο σκοτάδι, αυτός που ακολουθεί το μονοπάτι που του ορίζει μια εσωτερική φωνή... Άρα το μαγικό κέρας χαρίζεται σε όποιον βρει τον δρόμο μέσα του...


Όλοι είχαν ακούσει παρόμοια λόγια μα εξακολουθούσαν να ηχούν στα αυτιά τους ακατανόητα.
_ Εμείς όμως μητέρα είμαστε αγνοί και θαρραλέοι, δεν είμαστε; Εγώ πάντως θα βρω αυτό το μυστικό μονοπάτι για το οροπέδιο της γαλήνης, θα δεις...


Η Ντόρα φίλησε τη Χία γλυκά χαμογελώντας της, ενώ ο επιβήτορας φώναξε:
_ Πάψε να γεμίζεις το μυαλό των παιδιών με παραμύθια!


Η Ντόρα δάγκωσε τη γλώσσα της, σκύβοντας το κεφάλι και η σιωπή πήρε τη σκυτάλη για τις επόμενες ώρες...Μετά από ένα μήνα περπάτημα στην αφιλόξενη γη συνέβη κάτι απρόβλεπτο. Ένα γεγονός που έκανε το άλλοτε αγαπημένο ζευγάρι να συνειδητοποιήσει πως τίποτα δε μένει σταθερό, ούτε καν η αμοιβαία εκτίμηση...
Ήταν ένα από εκείνα τα πολλά ήσυχα βράδια, όπου όλα τα άλογα έπεφταν στο χώμα εξαντλημένα να κοιμηθούν. Η Ντόρα, το μόνο άλογο όρθιο σε ετοιμότητα, μισοέκλεινε τα μάτια της και τέντωνε τα αυτιά. Όταν άκουσε ένα σύρσιμο στο έδαφος άνοιξε τα βλέφαρα και είδε ένα δηλητηριώδες φίδι να πλησιάζει τη Νία. Μόλις που πρόλαβε να φωνάξει στο παιδί να ξυπνήσει, τη στιγμή που το δάγκωμα του φιδιού πότισε με λίγο δηλητήριο το πόδι του. Τα αρσενικά με τις οπλές τους το ακινητοποίησαν και το συνέθλιψαν, ενώ η Ντόρα με τις άλλες φοράδες βρέθηκαν δίπλα στη Νία να τη βοηθήσουν. Ήταν νωρίς για να ξέρουν πόσο δηλητήριο μπήκε στο αίμα της, μα η Ντόρα έκανε αυτό που ήξερε για να γλιτώσει το παιδί από το θάνατο. Δαγκώνοντας στο σημείο του ποδιού, ρουφούσε το αίμα και το έφτυνε, ενώ τα άλλα θηλυκά έκοβαν τη ροή του αίματος πιο ψηλά. Ο Τάσης και η Χία έδιναν κουράγιο στην αδελφή τους που φώναζε από τον πόνο και την τρομάρα... Ευτυχώς που το φεγγάρι ήταν ολόγιομο εκείνο το βράδυ και φώτιζε αρκετά ώστε να βλέπει η Ντόρα. Όλοι περίμεναν με αγωνία να συνέλθει το  άτυχο αλογάκι, πράγμα που έγινε σύντομα κι έτσι αποτράπηκε το χειρότερο... Με ανακούφιση τη φιλούσαν οι γονείς της και με δάκρυα χαράς. Λίγο πριν χαθεί το φεγγάρι η Ντόρα το κοίταξε και το ευχαρίστησε από καρδιάς για τη βοήθεια του, ενώ παράλληλα της φάνηκε ότι και αυτό της χαμογέλασε για την ευγνωμοσύνη της! Κατά την αμφιλύκη όμως ο άντρας της Ντόρας ξέσπασε αναπάντεχα μπροστά της:


_ Κι εσύ τι μάνα είσαι; Δεν μπόρεσες να  προφυλάξεις το παιδί σου από τον κίνδυνο έγκαιρα;
_ Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς άντρα μου...Είναι άδικο να με κατηγορείς για κάτι που κανένας δεν φταίει. Αλλά ακόμη κι αν κάποιος πρέπει να είναι ο υπαίτιος, γιατί να χρεωθώ εγώ όλη την ευθύνη και καθόλου εσύ; Πατέρας της Νίας δεν είσαι; Πες μου ένα βράδυ από τότε που περιπλανιόμαστε κατά το οποίο έμεινες ξύπνιος σαν επιβήτορας που είσαι, να φυλάς το κοπάδι, πες μου σε προκαλώ…Είμαι η μόνη από όλους σας εδώ που κοιμάμαι όρθια και φυσικά αν δεν έκανα ελαφρύ ύπνο δεν θα έβλεπα το φίδι. Αν δεν φώναζα στο παιδί να ξυπνήσει, το φίδι θα την είχε στείλει στο βουνό της γαλήνης ήδη τώρα...


_ Αμάν πια με το βουνό της γαλήνης! Πολλά λες, πολλά είπες και πάψε επιτέλους να το παίζεις αρχηγός ανάμεσα μας. Από αυτή τη στιγμή σου απαγορεύω να παίρνεις πρωτοβουλίες που προσβάλλουν τη ράτσα σου, τέλος!
Η Ντόρα μάτωσε μέσα της στο άκουσμα των σκληρών λόγων. Εξωτερικά έδειχνε αγέρωχη και περήφανη. Ήταν φανερό πως δεν άξιζε τον κόπο να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια της, τουλάχιστον όχι ακόμα και σίγουρα όχι μπροστά σε ακροατήριο... Το να μιλούν έτσι απότομα τα αρσενικά στα θηλυκά ήταν συνηθισμένο στη φυλή της νότιας κοιλάδας, όμως στις στέπες του βορρά από όπου καταγόταν κάτι τέτοιο ήταν απαράδεκτο. Ο Τάσης πλησίασε τη μητέρα του και τη χάιδεψε, δείχνοντας έτσι κατανόηση και συμπαράσταση, ενώ η Χία έτριψε τη μουσούδα της στη δική της για να τη γαργαλίσει. Χαμογέλασαν και οι τρεις τους και γύρισαν να κοιτάξουν προς τη μεγάλη, τη Νία. Την είδαν να μιλάει με τον πατέρα της πιο πέρα και έτσι δεν τους ενόχλησαν.


 Όσο πλησίαζαν στους πρόποδες του βουνού η βλάστηση αυξανόταν. Έβρισκαν συχνά πηγές νερού και όλοι ήταν χαρούμενοι για τη σωτηρία τους. Τα μικρά ζωήρεψαν, έπαιζαν και γελούσαν. Ωστόσο η Ντόρα με τον άντρα της αντάλλασσαν μόνο τις απαραίτητες κουβέντες. Μια ψυχρότητα επισκίαζε την καρδιά τους ενώ παράλληλα η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον κυριαρχούσε του θιγμένου εγωισμού τους. Κόντευαν να φθάσουν στον προορισμό τους όταν κάθισαν να ξεκουραστούν σε ένα δροσερό ποτάμι. Τα σκιερά, πλατύφυλλα αειθαλή τους καλωσόρισαν και λογής λογής πουλιά τους τιτίβιζαν! Αφού ξεδίψασαν και βόσκησαν ο Τάσης ρώτησε το κοπάδι:
_ Ποιο είναι το σχέδιό μας τώρα; Έχουμε αρχηγό;


Άλλοι κούνησαν αρνητικά το κεφάλι, άλλοι κοιταζόντουσαν μεταξύ τους και κάποιοι άλλοι μουρμούριζαν. Ο πατέρας, του απάντησε:
_ Στο νέο αυτό ξεκίνημα δεν υπάρχουν αρχηγοί ανάμεσά μας. Το κάθε αρσενικό ορίζει την οικογένεια του και όλοι είμαστε ίσοι. Αφότου ερχόμαστε ως πρόσφυγες ας ελπίσουμε να γίνουμε δεκτοί από τους γηγενείς. Σημασία έχει το ότι φθάσαμε όλοι σώοι κι αβλαβείς μέχρι εδώ. Ας ελπίζουμε ότι η καλή τύχη θα συνεχίσει να μας χαρίζεται.


Πριν καλά καλά αποτελειώσει τα λόγια του, περικυκλώθηκαν από άγρια, ημίαιμα ιπποειδή. Ήταν τα άλογα που ζούσαν στους πρόποδες. Οι ξένοι έγιναν αντιληπτοί από τους ιχνηλάτες κι έτσι τα αρσενικά στρίμωξαν τους περιπλανώμενους ώστε να εξιχνιάσουν τις προθέσεις τους. Όπως είχε προφητέψει ο αρχηγός της φυλής στην κοιλάδα του νότου, οι οδοιπόροι δεν έγιναν εύκολα δεκτοί. Προς το παρόν αιχμαλωτίστηκαν από τους άγριους και οδηγήθηκαν στον τόπο που διέμεναν. Το συμβούλιο των αρχηγών θα έπαιρνε την απόφασή του μετά το ηλιοβασίλεμα. Τα μικρά με δυσκολία κρατούσαν τα δάκρυά τους, ενώ οι ενήλικες κουρασμένοι από το ταξίδι δεν είχαν κουράγιο ν’ αντιδράσουν.
 Οδηγήθηκαν στις παρυφές του βουνού, εκεί όπου η βλάστηση οδηγούσε σε πολλές σπηλιές στο βραχώδη ορεινό όγκο! Πρώτη φορά έβλεπαν κάτι τέτοιο και έμειναν άφωνοι! Αμέσως μετά όμως, ο θαυμασμός για το τοπίο παραχώρησε τη θέση του στον αποτροπιασμό... Όλα τα θηλυκά των άγριων μαζί με τα μικρά τους είχαν τα δύο μπροστινά πόδια δεμένα. Δεν μπορούσαν να περπατήσουν, παρά πηδούσαν για να μετακινηθούν. Το δέσιμο φανερά πλήγωνε τα πόδια τους και εύκολα διέκρινε κανείς στο βλέμμα τους την απελπισία! Πώς ήταν δυνατόν ένα άλογο να βασανίζει έτσι φρικτά ένα άλλο και μάλιστα την οικογένεια του; Τέτοιες βάρβαρες πρακτικές χαρακτήριζαν μόνο τους ανθρώπους κι ας διέθεταν λογική,  όχι τα άλογα. Τα άλογα λειτουργούσαν με το συναίσθημα και με το ένστικτο της επιβίωσης και ναι, ήταν περήφανα γι’ αυτά τους τα χαρίσματα!


Η οικογένεια της Ντόρας στοιβάχτηκε σε μια σπηλιά μαζί με τους υπόλοιπους. Τους πρόσφεραν νερό και φαγητό χωρίς οι γηγενείς να τους απευθύνουν το λόγο. Το συμβούλιο των αρχηγών ξεκίνησε. Κανένας δεν άκουγε τίποτα στη σπηλιά παρά μόνο έβλεπαν. Εμφανώς υπήρχαν διαφωνίες  και τσακωμοί ενώ το ηλιοβασίλεμα δεν αργούσε και πολύ. Στο τέλος η σύναξη διαλύθηκε και η απόφαση θα τους ανακοινώνονταν το επόμενο πρωί. Ένας ρωμαλέος επιβήτορας, ημίαιμος εμφανίστηκε τα ξημερώματα στην έξοδο της σπηλιάς και τους φώναξε σε αυστηρό ύφος:
_ Εμπρός ξένοι, σηκωθείτε! Δεν ξέρουμε αν οι άνθρωποι σας ακολούθησαν μέχρι εδώ. Το κρησφύγετό μας αιώνες τώρα είναι το άντρο της δικής μας φυλής. Αν θέλετε να μείνετε εδώ θα δεχτείτε τους δικούς μας νόμους: Τα αρσενικά θα παραμείνουν ελεύθερα μα ποτέ δεν θα είναι ίσα με εμάς στα προνόμια. Τα θηλυκά και τα μικρά θα υποστούν το παστούρωμα ως ένδειξη υποταγής και θυσίας.


_ Θυσίας; Η ηχώ της βαριάς αυτής λέξης αντιλάλησε στη σπηλιά με σπαραγμό...
_ Είτε έρθουν εδώ οι άνθρωποι , είτε οι αρκούδες, καλύτερα να βρουν γυναικόπαιδα παρά αρσενικά. Έτσι μόνο θα προχωρήσουν το δρόμο τους. Εξάλλου στη φυλή μας δεν αφήνουμε το συναίσθημα να μας παρασύρει. Τα θηλυκά είναι στη διάθεση του οποιοδήποτε για ζευγάρωμα και τα παιδιά είναι όλων μας. Η αποκλειστικότητα δε μας αφορά. Είμαστε πολεμιστές άγριοι και τίποτα δε μας σταματά από το να καλπάζουμε προς την ελευθερία. Ποτέ μέχρι τώρα δε φιλοξενήσαμε άλλες φυλές. Όποιος συμφωνεί με τους όρους μας ας μείνει, ειδάλλως μέχρι το βράδυ να έχει φύγει...


 Κλάματα, φωνές και διενέξεις αντιλαλούσαν στο πλήθος των προσφύγων. Κάθε οικογένεια συγκεντρωμένη σε κύκλο προσπαθούσε να κατανοήσει τα δεδομένα και να πάρει την απόφασή της. Ο άντρας της Ντόρας βγήκε από τη σπηλιά πολύ λυπημένος και τράβηξε προς το δάσος. Χρειαζόταν απόλυτη ηρεμία για να σταθμίσει τα αστάθμητα... Η Νία, ο Τάσης και η Χία έκλαιγαν στα πλευρά της μητέρας τους κι εκείνη τα παρηγορούσε. Διαβεβαίωνε τα μικρά της ότι ο πατέρας τους θα έπαιρνε την πιο σοφή απόφαση. Μέσα της όμως η καρδιά σφιγγόταν τόσο που της έκοβε την ανάσα. Πόσο γρήγορα και ξαφνικά άλλαξε η ζωή τους! Τόσος δρόμος και περιπέτειες για να φθάσουν σε ένα σημείο ακόμη πιο κομβικό; Τα βάσανα της οικογένειας φαινόταν να χειροτερεύουν, όποια και να ήταν η απόφαση. Η ίδια ζούσε για την ελευθερία και όλα τα ευγενή αισθήματα, οπότε η φυγή ήταν για εκείνη μονόδρομος. Απορούσε όμως που ο άντρας της καθυστερούσε με την απόφασή του... Μετά από ώρες τους έκανε σινιάλο να πλησιάσουν. Τον βρήκαν στην άκρη του δάσους και όλοι μαζί πήγαν στο ποτάμι εκεί κοντά.
_ Η συμβουλή του σοφού μας ήταν να εγκατασταθούμε εδώ στους πρόποδες του βουνού. Εδώ η βροχή δεν τελειώνει ποτέ και συνεπώς η τροφή για την επιβίωσή μας δεν θα λείψει. Η κούραση του ταξιδιού και οι κίνδυνοι ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για τα σκελετωμένα κορμιά μας. Ας είμαστε περήφανοι που τα καταφέραμε. Άπαξ και ξενιτευτήκαμε γνωρίζαμε εκ’ των προτέρων ότι η ζωή μας αλλάζει ριζικά. Είμαστε τυχεροί που οι ντόπιοι μας δέχονται. Δεν θα αντέχαμε να περιπλανιόμαστε στο άγνωστο περισσότερο. Το παστούρωμα είναι το τίμημα που θα πληρώσετε για τη ζωή μας, που παρατείνεται. Αν ποτέ βρεθούμε σε κίνδυνο από άγριο ζώο ή τους ανθρώπους υπόσχομαι να κόψω τα δεσμά σας έγκαιρα για να γλιτώσετε...


Τα τρία μικρά αλογάκια παραδόθηκαν αυθόρμητα σε λυγμούς ενώ η Ντόρα γύρισε να κοιτάξει τον ήλιο. Πρώτη φορά της φάνηκε να είναι κι αυτός θλιμμένος... Παίρνοντας θάρρος από την αντίδραση των παιδιών της αντιτάχθηκε σε αυτή την απόφαση του επιβήτορά της σθεναρά:
_ Με βαθιά θλίψη και απογοήτευση συνειδητοποιώ πως ο αρχικός μας δεσμός ήδη έσπασε. Οι αμοιβαίοι όρκοι μας του τύπου « Για πάντα μαζί κι  αγαπημένοι» ήταν πολύ καλοί για να είναι αληθινοί... Η κοινή μας πορεία χωρίζεται απόψε τη νύχτα και ...δεν θα πω για πάντα, όχι, γιατί το δικαίωμα στη μετάνοια είναι αναφαίρετο κάθε ψυχής που καλπάζει... Δεν θα μπω στη διαδικασία να δικαιολογήσω την απόφαση μου, αφού η ψυχή σου ήδη δηλητηριάστηκε από την αγριότητα των ντόπιων , θα ήταν άδικος κόπος. Μη προσπαθήσεις να με μεταπείσεις διότι θα είναι περισσότερο προσβλητικό από ότι είναι τώρα. Μπορείς να αφιερώσεις τις επόμενες ώρες στο να χαιρετήσεις τα παιδιά μας. Αυτά, αν και μικρά, έχουν την ωριμότητα, όχι της σωστής επιλογής μα της ηθικής και θαρραλέας...


Η Ντόρα απομακρύνθηκε με τρεμάμενο βηματισμό και βρήκε καταφύγιο στη σκιά μίας καρυδιάς. Εκεί συναρμολόγησε τα κομμάτια της και με τον ήλιο σύμμαχο πήρε θετική ενέργεια για την τελευταία της κουβέντα στα αδέρφια στη σπηλιά:
_ Προτού πάρετε την τελική σας απόφαση αναλογιστείτε και συγκρίνετε τις καταστάσεις: Όταν για χρόνια νιώθαμε αποτροπιασμό για τα μαρτύρια που υποβάλλουν οι άνθρωποι εμάς τα άλογα με τα πέταλα, το σαμάρι, το καμουτσίκι ακόμα και αυτά τα χαϊμαλιά, δεν γνωρίζαμε για το παστούρωμα. Ναι αδέλφια μου, τελικά οι όμοιοί μας μπορεί να γίνουν οι χειρότεροι δυνάστες μας, προκαλώντας μας πληγές που οδηγούν στο θάνατο, φυσικό και ηθικό...Η περηφάνια μας δεν έχει να κάνει με το παράστημα, τη χαίτη ή τον καλπασμό παρά μόνο με το υψηλό φρόνημά μας... Εγώ, η Ντόρα από τις στέπες του βορρά γεννήθηκα και θα πεθάνω με το κεφάλι ψηλά. Τα μικρά που θήλασα ήπιαν το γάλα της ελευθερίας και μαζί θα πορευτούμε στο εξής, μακριά από παγίδες κάθε είδους...Θα χαρώ να συναντηθούμε στο μονοπάτι της τόλμης!


 Ο ήλιος τους αποχαιρετούσε σιγά σιγά και το φεγγάρι θα έπαιρνε τη σκυτάλη της νέας πορείας. Η Ντόρα τράβηξε για το ποτάμι. Τα μεγάλα βλέφαρα της Νίας έκλεβαν την εικόνα του πατέρα σαν μια φωτογραφία αναμνηστική και συνάμα θλιβερή. Ο Τάσης έπαιρνε τις τελευταίες του συμβουλές, φυλαχτό στην καρδούλα του, ως προστάτης της οικογένειας πια. Η Χία ρουθούνιζε ασυντόνιστα. Μάζευε τη μυρωδιά του, για να μη χαθεί το άρωμα του προπάτορα. Η συγκατάβαση των μικρών με την επιλογή της μητέρας ήταν σταθερή πέραν κάθε αμφιβολίας. Συντάχτηκαν στο πλευρό της και περίμεναν το σινιάλο της αναχώρησης. Η Ντόρα κοίταξε στα μάτια την πρώτη μεγάλη της αγάπη. Πέρασαν από μπροστά της σαν ταινία, όλες οι ωραίες στιγμές από την παιδική τους ηλικία μέχρι την ενηλικίωση. Μιας και εκείνος δεν ακολουθούσε, το τέλος της ιστορίας τους γράφονταν εκείνη τη στιγμή χωρίς δράμα, μόνο με αξιοπρέπεια, όπως τους άρμοζε. Από την αρχική ομάδα της κοιλάδας του νότου αυτοί οι τέσσερις ήταν οι μόνοι που θα συνέχιζαν την πορεία τους. Η ζωή ίσως να τους επιφύλασσε καλύτερη μοίρα, ποιος το ήξερε όμως; Τα μυριάδες αστέρια στόλιζαν τον ουράνιο θόλο και πλέον θα θύμιζαν στα παιδιά πως κάποιος, εν προκειμένω ο πατέρας, μπορεί να είναι πολύ μακριά μα είναι πάντα εκεί, στον ουρανό της ζωής τους, ένα φωτεινό αστέρι. Η Ντόρα χαμογέλασε στο φεγγάρι. Είχε την πεποίθηση πως εκείνο θα ήταν ο πιστός οδηγός τους τις νύχτες. Για εκείνη την πρώτη νύχτα θα διανυκτέρευαν λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω από τις σπηλιές, στη ρίζα των φιλόξενων ελάτων και της μαύρης πεύκης.
 Οι επόμενες ημέρες έβρισκαν τη μητέρα με τα παιδιά της να ανεβαίνουν σε υψόμετρο. Ο ήλιος πάντα φιλόξενος τους χάιδευε το τρίχωμα και το γάργαρο νερό των πηγών δρόσιζε τη μουσούδα τους. Τα μάτια τους θαύμαζαν τα κυκλάμινα και τους χειμωνανθούς, λουλούδια που πρώτη φορά έβλεπαν! Οι πικροδάφνες μπορεί να μην άφηναν γλυκιά γεύση στο στόμα, όμως το θάρρος και η επιμονή των οδοιπόρων πάντα υπερτερούσαν. Κάθε φορά που η Νία φερόταν αλλόκοτα, οι υπόλοιποι σιωπούσαν. Ήξεραν ότι στο βάθος αυτό που την έκανε λιπόψυχη ήταν η απουσία του αγαπημένου της πατέρα και μόνο αυτό... Λαγοί, σκαντζόχοιροι και χελώνες ήταν οι μόνοι μικροί τους φίλοι μέχρι να γίνουν λεία στα νύχια κάποιου σταυραετού. Ένας τέτοιος σταυραετός ένα σούρουπο, έγινε ο σωτήρας τους καθώς σε ανύποπτο χρόνο με μια κάθετη εφόρμηση κατακρήμνισε με τα νύχια του έναν λύκο. Σε αντίθετη περίπτωση το αιμοβόρο θηλαστικό θα επιτίθονταν στα άλογα.


 Ο στόχος κάθε ημέρας ήταν το να φθάσουν την κορυφή που έβλεπαν. Το ηλιοβασίλεμα όμως τους αποκάλυπτε ακόμη μια κορυφή. Το βράδυ όταν τα μικρά κοιμόντουσαν, η Ντόρα μιλούσε στο φεγγάρι. Αυτό της έδινε πρόσθετο κουράγιο για την επόμενη κορυφή. Κάθε στάση τους για ν’ απολαύσουν το τοπίο έφερνε γαλήνη στις ψυχές και  κάθε ακτίνα του ήλιου λείαινε τις αμυχές του δρόμου.
_ Μητέρα, έτσι που πάμε θα βρεθούμε στο οροπέδιο της γαλήνης... έλεγε η Χία.


_ Έτσι που πάμε παιδιά μου, ένα έχω να σας πω: Αν υπήρχαν παραμύθια με άλογα στους ανθρώπους, σίγουρα το δικό μας θα ήταν το αγαπημένο όλων... Αμφιβάλλω αν άλλο άλογο κατάφερε ποτέ να ανέβει τόσο ψηλά όσο εμείς. Ίσως, μόνο ένα στα εκατό χρόνια...έλεγε η Ντόρα κι έκλεινε με νόημα το μάτι στη Χία...
_ Ή τέσσερα άλογα στα εκατό χρόνια... επισήμαινε ο Τάσης χαμογελώντας.


 Η Νία φούσκωνε από υπερηφάνια καθώς η Ντόρα συνέχιζε:
_ Αξίζει λοιπόν να είμαστε περήφανοι για την κάθε μας κατάκτηση! Όσο για το μαγικό κέρας, δεν ξέρω τι είδους μαγεία προσφέρει. Υπάρχει όμως μεγαλύτερη μαγεία από το να είσαι ελεύθερος και να καλπάζεις στη φύση; Να κοιτάς από ψηλά όσα άφησες πίσω και να οραματίζεσαι την επόμενη κορυφή; Αφού τα μικρά κυκλάμινα ανθίζουν στα ύψη, πόσο μάλλον η μεγάλη μας, απελεύθερη ψυχή...



 

Αφιερωμένο στην αγαπημένη συνάδελφό μου

 Θ. Κ.


#TsamakiPoems


 

Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

Χωρίς φίλτρο


 Χωρίς φίλτρο

Στο αυγό της κουκουβάγιας
δε μεγάλωσα.
Βλέπω τον κόσμο 
σαν σε ασπρόμαυρη ταινία
κι απορώ:
Κάηκα κι εγώ μαζί με την πολυχρωμία
ή
της ψυχής το περιτύλιγμα μόνο;



#TsamakiPoems






Φλογισμένη καρδιά



Φλογισμένη καρδιά

Στη μέση του πουθενά
εκεί στο ερειπωμένο αρχοντικό
τα βιολιά της θλίψης
παίζουν κάθε βράδυ
το μουρμουρητό της νεκρής νύφης.
Ένας άγγελος κατεβαίνει στη γη
μοιρολόι ξεκινά
στη στέρνα της ανυπαρξίας.
Με τα δάκρυά του
ζήτα μιαν άλλη κάθαρση.
Ταράσσει τα νερά της ιστορίας
μήπως και νοτίσει 
τη μοιραία σελίδα του παρελθόντος
εκείνη που στοίχειωσε
ξαφνικά και για πάντα.
Άδικος κόπος!
Η μαύρη σελίδα
γράφτηκε με ανεξίτηλο μελάνι
ένα πρωινό
πριν από πολλά χρόνια.

Εκείνη ξύπνησε ιδρωμένη
στα σατέν σεντόνια της
όταν με τρόμο αντίκρισε
πως κοιμόταν επάνω
σε ένα σωρό μοβ φτερά.
Κι όμως τι παράξενο!
Είχε την αίσθηση πως 
ένα λευκό φτερό
χάιδευε τα όνειρά της καιρό τώρα.
Μάλλον ήρθε η ώρα 
να κοιτάξει κατάματα 
στον καθρέφτη της αλήθειας.
Το κάτοπτρο
φανέρωσε την τρέλα της
αυτή που φούντωνε 
μέσα στη μοναξιά.
Μα γιατί φορούσε νυφικό;
Που ήταν ο αγαπημένος της;

Έψαξε ανάμεσα στα χαρτιά
να πάρει μιαν απάντηση
από στίχους ξεχασμένους.
Τα δάκρυα έσμιξαν με το μελάνι
και η απελπισία με τα γραμμένα.
Η οργή άρπαξε ένα κερί
κι έβαλε φωτιά στα χειρόγραφα.
Ένα ουρλιαχτό αντήχησε
στο άδειο σπίτι
κι έπειτα έκλεισε την πόρτα στα παλιά.
Ξυπόλυτη καθώς ήταν
άρχισε να τρέχει έξω
ψάχνοντας 
αυτό το κάτι
που της διέφευγε.
Αγκάθια μάτωναν τα γυμνά πόδια
μα έδειχνε να μην την αγγίζουν.
Πέρασε τις πύλες της λογικής
και με βήμα γοργό
έφτασε στη θάλασσα.
Εκεί το αλμυρό δάκρυ
έσμιξε με το κύμα του αναθέματος.
Χωρίς ρούχα πια
σα γοργόνα
 εξορισμένη στο βασίλειο των θνητών
θρηνούσε την αβάσταχτη μοίρα της.
Ήδη ένιωθε 
πως ανήκε σε άλλον κόσμο
μόνο που το πέρασμα
 έμελλε να συντελεστεί
 με το τελετουργικό της κάθαρσης.
Το δηλητήριο στο αίμα της
δεν ήταν η εγκατάλειψη
μα
 η μη απαντοχή της.
Οι αράχνες του φόβου
χάθηκαν
το ποτήρι ήταν γεμάτο
κι έτοιμο
για εκείνη μόνο.

Επέστρεψε στο αρχοντικό
φόρεσε το νυφικό με το πέπλο
κατέβηκε αργά την ξύλινη σκάλα.
Με ένα κηροπήγιο
τρείς φλόγες φώτισαν
τα σκοτάδια της.
Μπροστά στον καθρέφτη
θαύμασε τη λύτρωση
 που διαφαινόταν
αυτή που έκανε την καρδιά
να χτυπά ζωηρά.
Έτσι χαμογελώντας
έφερε τη φωτιά στο πέπλο
και τη ζωή στο θάνατο.
Έσμιξε οδυνηρά
η νεκρή νύφη με τον Άδη!

Ο τύμβος της
γεμάτος ξεραμένα φύλλα πια
 ξεχάστηκε από θεούς κι ανθρώπους.
Η μορφή της που διαβάζει 
στον κήπο με τα τριαντάφυλλα
κάηκε σε μια στιγμή
όμως η εύθραυστη καρδιά της
πέτρωσε στο χρόνο
για πάντα!



#TsamakiPoems