Ευγνωμοσύνη
Ευτυχώς που υπάρχεις κι εσύ μικρό παιδί!
Μεγάλωσες στα σπλάχνα της θυσίας μου
και εξακολουθείς να μεγαλώνεις μαζί μου
εξασκώντας με στην αυταπάρνηση.
Ευτυχώς που υπάρχεις κι εσύ σύντροφέ μου!
Χάρη στο ηθικό σου ανάστημα
ξεκουράζομαι στον ίσκιο της αγέρωχης παρουσίας σου.
Στην ερημιά της απόγνωσης
ευτυχώς που υπάρχεις κι εσύ!
Εσύ αδελφέ μου, εξ’ αίματος και μη
εσύ που με κερνάς γλυκό κρασί
φροντίζοντας τις πληγές της ψυχής μου με λάδι παρηγορίας.
Ευτυχώς που υπάρχετε όλοι σας
για να μου θυμίζετε πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι
που οφείλω να τους μοιάζω κάθε λεπτό.
Ένα χέρι απλωμένο, κι άλλα τ’ ακολουθούν
έτσι πιασμένοι, αγκαλιασμένοι
ας πορευτούμε εν ειρήνη στο δρόμο της ζωής.
Οι καταρράκτες τ’ ουρανού ξεχύνονται
σκορπώντας πραότητα στην πλάση του μεγάλου Κτίστη
η Θεία Οικονομία στο μεγαλείο της!
Τα ταπεινά μου χείλη
ξεδιψούν στην απέραντη ευγνωμοσύνη!
ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΑ
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ι. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ευτυχώς που υπάρχεις κι εσύ μικρό παιδί!
Μεγάλωσες στα σπλάχνα της θυσίας μου
και εξακολουθείς να μεγαλώνεις μαζί μου
εξασκώντας με στην αυταπάρνηση.
Ευτυχώς που υπάρχεις κι εσύ σύντροφέ μου!
Χάρη στο ηθικό σου ανάστημα
ξεκουράζομαι στον ίσκιο της αγέρωχης παρουσίας σου.
Στην ερημιά της απόγνωσης
ευτυχώς που υπάρχεις κι εσύ!
Εσύ αδελφέ μου, εξ’ αίματος και μη
εσύ που με κερνάς γλυκό κρασί
φροντίζοντας τις πληγές της ψυχής μου με λάδι παρηγορίας.
Ευτυχώς που υπάρχετε όλοι σας
για να μου θυμίζετε πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι
που οφείλω να τους μοιάζω κάθε λεπτό.
Ένα χέρι απλωμένο, κι άλλα τ’ ακολουθούν
έτσι πιασμένοι, αγκαλιασμένοι
ας πορευτούμε εν ειρήνη στο δρόμο της ζωής.
Οι καταρράκτες τ’ ουρανού ξεχύνονται
σκορπώντας πραότητα στην πλάση του μεγάλου Κτίστη
η Θεία Οικονομία στο μεγαλείο της!
Τα ταπεινά μου χείλη
ξεδιψούν στην απέραντη ευγνωμοσύνη!
ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΑ
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ
#TsamakiPoems
Βραβευμένα
Βραδινό υφαντό
Στα κρόσσια μιας νύχτας κρεμαστήκαμε
ξηλώσαμε την ούγια της ψυχής μας
στης λήθης τις ίνες ξεχαστήκαμε
ρετάλια σκονισμένα στη ζωής μας.
Κι όπως τ’ αστέρια έτρεμαν στα μάτια
πιαστήκαμε γερά σ’ έναν κομήτη
όμως στο πάθος γίναμε κομμάτια
ρινίσματα φιλιών σ’ άλλο πλανήτη.
Στα χείλη μας τη μαγεία φυλάμε
άσβεστη, γλυκιά φωτιά μες στην καρδιά
παρηγοριά στη γάζα του πόνου μας.
Στα χαλάσματα της Σελήνης πάμε
ψάχνοντας λάφυρα ζωής στη νυχτιά
αναμνήσεις ζωντανές του πόθου μας.
Γ΄ Βραβείο σονέτου
3ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης
Κέφαλος
#TsamakiPoems
Βραβευμένα
Στα
χαλάσματα του χθες
Πάρε δρόμο παλιατζή
από τη γειτονιά μας
ό,τι ζητάς δε θα το βρεις
εδώ στα σπιτικά μας.
Σα ρεφάρουν τα σεκλέτια
στα χαλάσματα του χθες
παλιοσίδερα, συντρίμμια
χάθηκαν μες στις σιωπές.
Τις αυλές μας τώρα κοίτα
ούτε σκόνη δε θα βρεις
αποθήκες και σαλόνια
καθαρά μέχρι ντροπής.
Κι άμα βρεις κάνα σαράκι
στο πατάρι της καρδιάς
πότισέ το με κρασάκι
για να ξεχαστεί μεμιάς.
Φύγε τώρα, μη ξανάρθεις
μη μας ξύνεις τις πληγές
πρόσωπο στην κοινωνία
έχουμε καλό, να λες.
2 ος
Έπαινος έμμετρου στίχου
3ος Πανελλήνιος
Διαγωνισμός Ποίησης
Κέφαλος
#TsamakiPoems
Βραβευμένα
Ερωτική μαγεία
Μειλίχια στάζει το βλέμμα φιλιά
τα χείλη αγγίζουν, φωτιά που ξεσπά
και πώς να γλιτώσει και πως να σωθεί
καρδιά που σκιρτάει στου πάθους κορμί;
Σονέτο μαγείας, πνοή του Θεού
φτερά των αγγέλων φυτρώνουν στο νου.
Με ρίγος μεθάει το σύμπαν ξανά
το χάος δακρύζει, κι ο έρως γελά.
Παράδοση τώρα, στο πριν και μετά
μα πόσα τραγούδια ο πόθος ξυπνά!
Στη βρύση του έρωτα ποιος να πνιγεί
αφού στα βαθιά του ζωή σε καλεί;
Σονέτο μαγείας, πνοή του Θεού
φτερά των αγγέλων φυτρώνουν στο νου.
Με ρίγος μεθάει το σύμπαν ξανά
το χάος δακρύζει, κι ο έρως γελά.
Τιμητική
διάκριση μουσικού στίχου
3ος Πανελλήνιος
Διαγωνισμός Ποίησης
Κέφαλος
#TsamakiPoems
Βραβευμένα
Ψηφίδα του κόσμου
Έξω τα κύματα
χτυπούν με λύσσα
το πέτρινο στενό πέρασμα.
Δεν με πτοεί το ράπισμα της θάλασσας
ούτε το πνιχτό σκοτάδι
ανυπομονώ να έρθω
πάλι εδώ
στο στρογγυλό δωμάτιο του φάρου
που με περιμένει κάθε νύχτα.
Στο κάλεσμα ετούτο
τυχερή νιώθω
τιμημένη
που τα δώρα της η σιωπή
χαρίζει.
Το φως αναβοσβήνει
στην περιοδικότητα του εφήμερου
υπνωτίζει τα φρένα του μυαλού
ενώ στη διόπτρα μου
μεγεθύνονται
οι επιταγές της παρόρμησης.
Το ένστικτό μου
αποφεύγει τα βράχια
αδιαπέραστη με κάνει στην καταιγίδα
διότι αφήνομαι να ταξιδέψω
από το μοναδικό παράθυρο.
Ζαλίζομαι στη θέα
παραλογίζομαι στο κάλλος
ενόσω γίνομαι κομμάτι
αυτής της θεϊκής τέχνης.
Μόνη σε τούτο το νησί
συνέρχομαι και υποφέρω
επί μονίμου βάσεως
από το σύνδρομο της Φλωρεντίας.
Απόψε θα επανέλθω;
Αλήθεια το θέλω
ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΣΤΙΧΟΥ
3ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης
#TsamakiPoems
Ντάμα σπαθί
Θα ‘ξηγηθώ ντάμα σπαθί
ντόμπρα που λεν στη πιάτσα
κι ας είμαι θηλυκό γατί
μπαμπέσα ξελογιάστρα.
Γνωστός τοις πάσι στο ντουνιά
στα καπηλειά θαμώνας
και στα σαλόνια μπουρζουάς
ακολουθών τας μόδας.
Δεν έχεις βέρα στο δεξί
παρότι δεσμευμένος
από μικρός την πάτησες
νωρίς καπαρωμένος.
Το μπουζούκι στο καντίνι
κουλαντρίζεις το γκεζί
μα στα τέλια της καρδιάς σου
ραβαΐσι γιαραμπί.
Ατζαμής και ντερτιλής
αλμπάνης και γιαβάσης
για τα γλυκά τα μάτια σου
σεκλέτια θα μοιράσεις.
Με δυο γυναίκες στο κισμέτ
καρσιλαμά χορεύεις
μοναχικό ζεϊμπέκικο
τον κόσμο κοροϊδεύεις.
Ροσσόλι πίκρα και πενιά
ντεμέκ φασόν ρεμπέτης
ο τόπος πια δε με χωρά
που λένε στο κουρμπέτι.
Στους δυο , τρίτος κι αν χωρά
θα είναι στριμωγμένος
κι εγώ θέλω την άπλα μου
τα τρίτσα κάτσα, τέλος.
1ος ΕΠΑΙΝΟΣ ΣΑΤΙΡΙΚΟΥ ΣΤΙΧΟΥ
3ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης
#TsamakiPoems
Ανεπίδοτο
Δε θα με νεκροφιλήσεις, μάνα μου!
Ο πόλεμος στην ξενιτιά με κρύβει
το χιόνι, άσπρο σάβανο, με ντύνει!
Μνημόσυνη δέηση το γράμμα μου.
Κανείς δε θα σου πει πως φοβάμαι
μα θα ‘ναι ψέμα, τώρα λιποψυχώ!
Όχι για το θάνατο που καρτερώ
αλλά γιατί οι εχθροί μας νικάνε.
Το μόνο που ζεσταίνει την καρδιά μου
είν’ ο σταυρός που μου ‘δωσες στο φευγιό
η ευχή σου και η Αγία Σκέπη!
Κλείνω τα μάτια και την αγκαλιά μου
ένας αγώνας με φέρνει στο Θεό
και στην ελευθερία, στερνή σκέψη!
Τιμητικό Δίπλωμα
Ζ΄ Πανελλήνιος διαγωνισμός ποίησης 2021
Εταιρεία
Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά
5 Ποιήματα
Μερτικό
Στο
πανηγύρι της ζωής
σου
δίνω το μαντήλι
πιάσε
γλυκά το χέρι μου
να μη
μας βρει το δείλι.
Μ’
αρνήθηκες σα ντράπηκες
να
σύρεις το χορό μας
ό,τι
κι αν είχα σου ‘δωσα
πικρό
το μερτικό μας.
Αχ! Να
γινόμουν σύννεφο
στον
ουρανό σου επάνω
να σε
θωρώ αγάπη μου
ψηλά,
κι ας μη σε φτάνω!
Αχ! Να
γινόμουν άνεμος
σα
χάδι στα μαλλιά σου
να σου
τυλίγω το κορμί
κι ας
είμαι μακριά σου!
Να
γίνω γλάστρα, μάτια μου
να
πίνω το νερό σου
απ’ τα
λευκά χεράκια σου
να
πνίγω τον καημό σου.
Χώμα
να γίνω, αν το θες
χορτάρι
να πατήσεις
όπου
σταθείς κι όπου βρεθείς
τα
χνάρια σου ν’ αφήσεις.
Χωρίς
αγάπη στη ζωή
η ζήση
μαραζώνει
χωρίς
εσέ μικρούλα μου
κερί
που σιγολιώνει!
Κέρνα
Ο
ουρανός ο γαλανός
ποτέ
του δε δακρύζει.
τη ‘μέρα
ξέρει να γελά
και τη
νυχτιά φωτίζει.
Ο
ήλιος πριν τη δύση του
μονάχα
πικρολιώνει
και
τον καημό στη θάλασσα
πνίγοντας
μερακλώνει.
Για
όλες τούτες τις στιγμές
που η
ψυχή πονάει
αγνάντι,
κατευόδιο
το
παρελθόν κερνάει.
Στο
ύψος σου σα στέκεσαι
περήφανα,
ως πρέπει
λαμπρό
το μέλλον γράφεται
ζωής
που διαπρέπει.
Ηγείσαι
του παράλογου
στη
μάχη βάζεις φρένα.
ισορροπείς
στα δύσκολα
χαμογελάς
στη τρέλα.
Στον
πόνο και στα σοβαρά
στέκεις
με τη σιωπή σου
και με
το βλέμμα μοναχά
προσφέρεις
την ψυχή σου.
Στο
πανηγύρι της ζωής
πάρε
λευκό μαντήλι
και
σύρε πρώτος το χορό
κέρνα
κρασί το δείλι.
Εβίβα!
Τι να
σου κάμω μάτια μου και μου βαριανασαίνεις;
Της
μοίρας τα φιλέματα πίσω να μη τα στέλνεις.
Στο Λα
Μινόρε της ζωής, στης τύχης το σεργιάνι
διπλά
η μοίρα χάρισε δαντέλες στ' ακρογιάλι.
Μα
κιότεψες αγάπη μου, το χάσαμε το πλοίο
το
"παρ' ολίγον" έγινε "ποτέ" εμείς οι δυο.
Κλάψε
στο μπουζουκάκι σου, πές τα στην Ευδοκία...
φόρα
το μπερεδάκι σου, στερνή μου προδοσία!
Στη
χόβολη του έρωτα, στη πυροστιά του πόθου
σεκλέτια,
μπρίκι με καφέ, φαρμάκια του ανθρώπου.
Πολλά
βαρύς κ' ασήκωτος, διπλός σαν τα σεκλέτια
σκέτος
στην άνοστη ζωή, εβίβα! Τώρα ντέρτια…
Εγώ τι
φταίω μάτια μου; Λουκούμι στο πιατάκι;
Να
πασπαλίζω δίπλα σου; Να πίνω το φαρμάκι;
Τον
έρωτά μου έχασες και σύγκρυο σε πιάνει
τρέμουνε
τα χεράκια σου και πέφτει το φλιτζάνι.
Άντε
θα πάρεις και λεφτά! Βαρυγκομάς ακόμα;
Έλα να
πάρεις, αν τολμάς, γλυκό φιλί στο στόμα!
Παραγγελιά
Παραγγελιά
λεβέντικη
αβάντα
στο καημό μας
αφού
δε ξεκινήσαμε
για τον
προορισμό μας.
Μόνο
για την αφεντιά μου
σήκω
φέρε μια στροφή
πνίξε
όλα τα σεκλέτια
μια
για πάντα στο κρασί.
Φέρε
το ντέφι να χτυπώ
ο
χάρος να τρομάξει
κάθε
καημό και βάσανο
η
πίστα ν’ αλαλάξει.
Παίξε
μπουζούκι του καημού
μια
ζεϊμπεκιά αγάντα
κάθε
φαρμάκι και στροφή
μοναχικά
για πάντα.
Δακρυσμένος ουρανός
Ο
ουρανός κι η θάλασσα, αχώριστο ζευγάρι
διάφανο
το κάτοπτρο, γαλάζια παραζάλη.
Της
πλάσης τούτα τα στοιχειά, δεν έσμιξαν ποτέ τους
μόνο
με τον ορίζοντα βαπτίζουν τις ψυχές τους.
Με του
Απρίλη τα προικιά, η Άνοιξη τους τάζει
μα μια
πικρομάγισσα τη μοίρα τους τρομάζει.
Κίβδηλοι
άνεμοι φυσούν και το νερό θεριεύουν
τα
κύματα, βοήθεια, στον ουρανό γυρεύουν.
Εκείνος
τόσο μακριά απ’ των ανέμων άχτι
τη
θάλασσα παρεξηγά και χύνει ένα δάκρυ.
«Ποτέ
σου δε μ’ αγάπησες, γι’ αυτό και αγριεύεις
τι σου
‘κανα κι’ αντάριασες; Πες μου, τι με πικραίνεις;»
Το
δάκρυ τούτο τ’ ουρανού, τη θάλασσα σπαράζει
μα έλα
που το κλάμα της, η θύελλα το θάβει!
«Πάντα
πιστά σε προσκυνώ, εσύ με χρωματίζεις
Πάντα
γλυκά θα σε φιλώ κάθε που με φωτίζεις»
Το
μήνυμα να μη χαθεί, να βρει τον παραλήπτη
αρπάζει
το γλαρόπουλο μες των ανέμων φρίκη.
Το
δίνει και στον αετό, που πιο ψηλά πετάει
το
φέρνουνε τα σύννεφα, στο θρόνο που πατάει.
Λόγια
υγρά θεάρεστα, π’ ανέμους μαλακώνουν
τις
θύελλες κοπάζουνε, μα τις καρδιές ματώνουν.
Το
αίμα τούτο του καημού στάζει μαθές στη Δύση
τη
μέρα είναι γαλανό, πριν τη νυχτιά μεθύσει.
Από το
ίδιο υλικό είναι κι οι δυο φτιαγμένοι
σταλάζουν
δάκρυα βροχής κι εκείνη τα ‘πομένει.
Η
μοίρα τους το θέλησε ποτέ μη συναντιούνται
και
της ψυχής το βάλσαμο, μονάχα να κοιτιούνται.
Τι ο
βαθύς ορίζοντας ψευδαίσθηση γεννάει
ο
ουρανός τη θάλασσα ποτέ δεν ακουμπάει!
Γ΄ έπαινος
1ος Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός
Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αγίας Παρασκευής
Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου 2020
Παρόχθια του συνυπάρχειν
Στην υποτείνουσα της σκέψης
σου δεν βρέθηκα τυχαία
μα ούτε κι εσύ προσγειώθηκες
στα πόδια μου ξαφνικά.
Με έσφιξες με τα μάτια, άνοιξες
την καταπακτή της ψυχής σου
αφήνοντας να ξεχυθούν υπερβατικά
σχήματα
κάτοπτρα μιας καταδικής
μας πραγματικότητας.
Με εξύψωσες, στροβιλίζοντάς
με στη θέρμη σου
εξαερώθηκα από την
αχαρτογράφητη φύση σου
πλαισιώθηκα στο είναι σου, αφομοιώθηκες
στο δικό μου
στραγγίξαμε τις σταγόνες του
έρωτά μας στο εκκρεμές του χρόνου.
Λες και ήμαστε ανάξιοι της
τιμής και εντελώς προβλέψιμα
με σκότωσες πριν καν γεννηθώ,
σε σκότωσα καθ' υπόδειξή σου.
Αξόδευτος τριγυρνάς στις
διαθέσεις του μυαλού μου
υφαρπάζοντας τη θέρμη των
λογισμών.
Γητευτή της ύπαρξής μου!
Στάσου μια στιγμή μονάχα
και παίξε τον αυλό σου μόνο
για 'μένα.
Αν το αντέχεις, χόρεψε μαζί
μου στο μαγικό σκοπό
ειδάλλως, ας σε πάρει το
ποτάμι της λήθης.
Κυριαρχώ διαλυμένη στον
ουρανό σου
το "εγώ" μου
γράφει ποίηση.
Ψάχνοντας το φως στο άγγιγμα
των στίχων
τα κύματα θεριεύουν στην
άκρη της Άνοιξης
κι όσο να προλάβω να ψελλίσω
τ' όνομά σου
πνίγομαι στον απόηχο της
εγκατάλειψης.
Το φως, εσύ! Οι στίχοι, εσύ!
Με όποια σειρά, στην άκρη
του νοήματος εσύ
και στην άκρη του νήματος
εγώ
ν' ανασαίνω στην εκδοχή του
"εμείς"
που υπήρξαμε και όχι...
Διάκριση
3 ος Παγκόσμιος
Λογοτεχνικός Διαγωνισμός 2020
Συλλόγος Λόγου-Μουσικής-Τέχνης
«ΛΙΝΟΣ»
Περί καθόδου
Ακολουθώντας το
Άλφα και το Ωμέγα
στην επί του
όρους ομιλία
σκίρτησε η
ελπίδα μας.
Οραματιστήκαμε
τον πηλό μας
ως μακάριο
μέτοχο του
Δείπνου του μυστικού.
Μα οι σκηνές
των δικαίων
χάνονται στην
έρημο της καρδιάς μας
με κάθε βήμα
που κάνουμε
οι μωροί!
Κι αν περίλυπη
υπήρξε
η ψυχή του
Κυρίου έως θανάτου
τι άραγε
απομένει
για εμάς;
Παρά ο ίδιος ο
θάνατος
να τον
οσμιζόμαστε
σε κάθε μας
αναπνοή.
Ευλογημένοι
στο θαύμα της
ζωής
χρισμένοι στον
αγώνα
της κατά
Χριστόν θέωσης
θωρακισμένοι με
τα Τίμια Δώρα
ωστόσο
λιπόψυχοι
μπρος στο
αναπόφευκτο πέρασμα...
Και πως όχι;
Πεπτωκότες
εσμέν
στη ματαιότητα
των επιγείων.
Αποκοιμίζουμε
τη θεϊκή μας πνοή
με την παρακοή
της εγρήγορσης.
Περιπατόντες εν
τη σκοτία
παραμένουμε
θεατές
του δικού μας
πάθους
με προδότη το
είδωλο της φιλαυτίας
και προσωρινό
νικητή
τον Άδη.
Ολιγόπιστοι
θνητοί είμαστε
και μόνον αυτό.
Κύριε ελέησον…
Β΄ Βραβείο
Θ΄ Παγκόσμιος Διαγωνισμός Ποίησης
Αμφικτυονία Ελληνισμού
Σονέτο μαγείας
Καρδιά που σκιρτάει στου πάθους κορμί
μειλίχια στάζει το βλέμμα φιλιά
τα χείλη αγγίζουν, φωτιά που ξεσπά
και ποιος να γλιτώσει και ποιος να σωθεί;
Στη βρύση του έρωτα ποιος να πνιγεί;
Παράδοση τώρα, στο πριν και μετά
μα πόσα τραγούδια ο πόθος ξυπνά!
Ξανά στα βαθιά η ζωή σε καλεί.
Φτερά των αγγέλων φυτρώνουν στο νου
ταξίδι εκστατικό, πηγή χαράς
με ρίγος μεθάει το σύμπαν ξανά.
Σονέτο μαγείας, πνοή του Θεού
αθάνατοι στην τύχη της δωρεάς
το χάος δακρύζει, κι ο έρως γελά.
Γ΄ Βραβείο
Κατηγορία: Πετραρχικό σονέτο
Ετήσιος Διαγωνισμός 2020 του ΚΕΛΑΙΝΩ
Το κουτόχορτο
Στη φάρμα των ζώων
γίνεται απόψε της μουρλής
φέρτε πόπ κόρν να δείτε
ταινία εποχής!
Δύο γαϊδάροι μάλωναν
σε ξένο αχυρώνα
για μια γαϊδούρα θηλυκιά
όμορφη, τσαπερδόνα!
Γκάριζαν τόσο δυνατά
πιάνονταν και στα «χέρια»
τους έκλαιγαν κι οι ρέγγες
σκασμένες απ' τα γέλια!
Ο ένας κοκορεύονταν
πώς ήταν χωρίς σαμάρι
κι ο άλλος πως στον σταύλο του
ήταν κρυφό καμάρι!
Η γαϊδάρα τους
κοιτούσε
μασουλώντας το σανό της
μα κρατούσε στην καρδιά της
άλλον για το μετρικό της!
Υπομονή γαϊδουρινή
έδειχναν και οι δύο
σε μια διελκυστίνδα
με τριχωτό βραβείο!
«Μαύρο φίδι που θα σας φάει»
ακούστηκε ξαφνικά
ήταν η κουκουβάγια
που όλα τα γροικά!
« Η δική σας η γαϊδάρα
που σας είχε χαλαρά
παρήγγειλε, να ξέρετε
πιο δυνατά σχοινιά»
Χαμηλώσανε τ' αυτιά τους
τα γαϊδούρια το λοιπόν
δώσανε και τα «χέρια»
φίλοι προς το παρόν!
Η λεγάμενη, το
ζώον
δε μασούσε φυσικά
το κουτόχορτο που άλλοι
σκόρπαγαν εκεί μπροστά!
Στην κουκουβάγια στράφηκε
της έκλεισε το μάτι
το κόλπο τους επέτυχε
να λήξει αυτή η μάχη!
«Τώρα να πεις του αλλουνού
να ‘ρθεί στον αχυρώνα
ελεύθερο το πεδίο
μου ‘ταξε αρραβώνα»
Μα το πουλί πιο έξυπνο
σοφό από την κούνια
απάντησε ορθά κοφτά
στην άμοιρη γαϊδούρα:
« Άργησες χελωνίτσα μου
χωρίς κοκόρου γνώση
μιαν άλλη γαϊδουρόδενε
κι εσύ είχες νυχτώσει»
«Στον έρωτα να
μάθετε
σα κύκνοι ν ' αγαπάτε
ανθρώπινες συνήθειες
πότε μην κουβαλάτε»
Έπαινος
Σατιρικού έργου
20 ος Λογοτεχνικός διαγωνισμός
Εταιρεία Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου.
Φτερούγισμα ψυχής
Ποτέ δεν ήμουν ελεύθερο πουλί.
Μόνο η ελπίδα μου
φτερούγιζε έξω
στην ομορφιά της φύσης
ενώ μαζί της ανάσαινα κι εγώ.
Όταν κάποτε
μου ξεκλείδωσαν το κλουβί
τρόμαξα στο άγριο κάλεσμα
γι’ αυτό και κούρνιασα
βαθύτερα στο κελί.
Προσπάθησα να μην ακούσω
τον σπαραγμό της καρδιάς
έκλεισα τα μάτια
στα χρώματα της Ίριδας
προσποιήθηκα πως ζω.
Τα πετούμενα τ’ ουρανού
έβλεπαν πώς ο φόβος
ήταν ο νέος μου
βολεμένος συγκάτοικος.
Το μητρικό ένστικτο
άνοιξε το δρόμο της διαφυγής.
Τα μικρά μου
εκεί έξω
με χρειάζονταν
Ξύπνησα από το λήθαργο
ζύγιασα τα φτερά μου
ξανοίχτηκα στην αγάπη.
Κάθε φορά
που ο φόβος με τραβούσε πίσω
από τη χρυσή αλυσίδα στο πόδι
αγνοούσα την πληγή
έπαιρνα τα μικρά στην πλάτη
σεργιάνι να τα πάω.
Φτερούγισμα ψυχής
στην πράσινη ελπίδα
και το απέραντο γαλάζιο
εκεί όπου
το τραγούδι του ήλιου
παρηγορεί τις λαβωμένες καρδιές.
Δεύτερος έπαινος
6ος
Διαγωνισμός Ποίησης bonsaistories
Ευχαριστίες
Σε θυμάμαι δεκατεσσάρων ετών
μέσα στην αίθουσα
να σηκώνεις πάντα το χέρι σου
και χαμηλόφωνα να λες το μάθημα.
Όταν γύρω σου
τα άλλα παιδιά έκαναν σκανταλιές
εσύ στεκόσουν στο ύψος σου
σοβαρή κι αμέτοχη.
- Τι ήθος! Σκεφτόμουν, μπράβο της.
Με την ίδια ακριβώς σεμνότητα
στόλιζες τη γαλανόλευκη στις παρελάσεις.
Όλοι είχαν να λένε:
- Άγγελος το κορίτσι αυτό
να το χαίρονται οι γονείς του!
Δεν αρκούσε μια θνητή ζωή
να χωρέσει το μεγαλείο σου.
Μόνο δεκαέξι χρόνια
χάρισε ο Κύριος των πάντων.
Οι ουρανοί σε ζήτησαν
να στολίσεις τα τάγματα των αγγέλων.
Μόνο να που...
μας λείπεις αφόρητα.
Δεν ξέρω αν μας βλέπεις
από εκεί που βρίσκεσαι
μα άκου την δασκάλα σου
για τελευταία φορά.
Πήγαινε στο θρόνο του Παντοδύναμου
και ζήτησέ του
να δώσει κουράγιο στους γονείς σου.
Αποκλείεται να αρνηθεί τη χάρη
στον αγαπημένο του άγγελο.
Εις μνήμην της Β.Γ.
Εύφημη μνεία
Γ΄ Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός 2019-2020
Πνευματικοί Ορίζοντες Λεμεσού
σε ξένο αχυρώνα
για μια γαϊδούρα θηλυκιά
όμορφη, τσαπερδόνα.
Ο ένας κοκορεύονταν
πώς ήταν χωρίς σαμάρι
κι ο άλλος πως στον σταύλο του
ήταν κρυφό καμάρι.
Η γαϊδάρα τους κοιτούσε
μασουλώντας το σανό της
μα κρατούσε στην καρδιά της
άλλον για το μετρικό της.
Η λεγάμενη, το ζώον
δε μασούσε φυσικά
το κουτόχορτο που άλλοι
σκόρπαγαν εκεί μπροστά.
Η κουκουβάγια έξυπνη
σοφή από την κούνια
απάντησε ορθά κοφτά
στα άμυαλα γαϊδούρια:
- Η δική σας η γαϊδάρα
που σας είχε χαλαρά
παρήγγειλε, να ξέρετε
πιο δυνατά σχοινιά…
Στον έρωτα να μάθετε
σα κύκνοι ν ' αγαπάτε
ανθρώπινες συνήθειες
πότε μην κουβαλάτε.
Χαμηλώσανε τ' αυτιά τους
τα γαϊδούρια το λοιπόν
δώσανε σαφώς τα "χέρια"
φίλοι ξανά προς το παρόν!
2ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης Κέφαλος
μη με ρωτάς, μόνο τα χέρια μου δες
αυλακωμένα στην αλμύρα μου, πιες
μήπως και πάψω άλλο να πονάω.
Μια προσευχή στον αέρα σκορπάω
σε κόκκους φυλάω τα όσα μου λες
παλάτι σου έφτιαξα, έλα και μπες
τον οίκτο σου δεν θέλω κι ας διψάω.
Το παραμύθι μου στην αμμουδιά σου
ψηλώνει στο ήλιο κάθε πρωινό
αλάτι με νερό σαν το ποτίζω.
Στην άμμο ζωγραφίζω την καρδιά σου
ξαπλώνω πάνω της κάθε δειλινό
σαν κύμα έρχομαι, κρυφά δακρύζω.
Τιμητική Διάκριση Σονέτου
2ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης Κέφαλος
Με ροδοπέταλα σπαρμένο
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν σε μια μακρινή πολιτεία δυο αδέλφια, ο Χρύσης και ο Διαμαντής. Η μόνη περιουσία που τους άφησαν οι γονείς τους ήταν ένα χωραφάκι κι ένα σπιτάκι στην άκρη του δάσους. Ήταν φτωχοί μα πολύ εργατικοί και δεν τους έλλειπε το ψωμί. Όποιος τους γνώριζε είχε να λέει για την καλή τους καρδιά. Αλήθεια! Τα δυο παλληκάρια όλοι τ’ αγαπούσαν στο χωρίο, γιατί ήταν πάντα χαμογελαστά και βοηθούσαν όποιον είχε ανάγκη. Μια μέρα, εκεί που έκοβαν ξύλα για το τζάκι στο δάσος, είδαν μια γριούλα.
-Καλώς τα παλληκάρια μου! είπε εκείνη.
-Καλησπέρα γιαγιά, απάντησαν με το χαμόγελο στα χείλη.
-Τι κάνεις εδώ μοναχή τέτοια ώρα; Θα σε βρει το σκοτάδι!
-Αχ! Καλά μου παιδιά!, τους απάντησε εκείνη, ήρθα να κόψω ξύλα μα το τσεκούρι μου έσπασε. Τώρα πως θα ζεστάνω το καλυβάκι μου;
-Μη στεναχωριέσαι! Τη συμπόνεσαν τ’ αδέλφια, θα σου δώσουμε τα δικά μας ξύλα, είπαν με μια φωνή!
-Μόνο πες μας κατά που πέφτει το καλυβάκι σου και σου τα φέρνουμε αμέσως.
Η γιαγιά τότε δάκρυσε από συγκίνηση, τους έπιασε τα χέρια και τους έδωσε την ευχή της. Έπειτα τους είπε με σοβαρό ύφος:
-Για το καλό που μου κάνετε θα σας ανταμείψω… μόλις έρθετε στο σπίτι μου.
Ο Χρύσης και ο Διαμαντής επέμεναν ότι αρκούσε η ευχή της και μόνο αυτή. Η ηλικιωμένη γυναίκα τράβηξε εμπρός και εκείνοι με τα δεμάτια στον ώμο την ακολούθησαν έως το καλυβάκι της. Ήταν πράγματι πολύ φτωχό και οι καλόκαρδοι νέοι προσφέρθηκαν να της ανάψουν τη φωτιά στο τζάκι. Μόλις η φωτιά φούντωσε για τα καλά έγινε κάτι πολύ παράξενο. Η καλύβα χάθηκε από τα μάτια τους και τη θέση της είχε πάρει τώρα η σάλα ενός παλατιού! Η καλή γριούλα μεταμορφώθηκε σε μια βασίλισσα ντυμένη με πλουμιστά φουστάνια, τόσο όμορφα, όσο δεν το έβαζε ο νους τους! Τα δυο αδέλφια σάστισαν πραγματικά.
-Είμαι η κυρά του πεπρωμένου! μίλησε πρώτη εκείνη, οι άνθρωποι μου δίνουν το μελάνι κι εγώ γράφω στις ζωές τους. Οι δικές σας σελίδες, να δείτε!, είπε και τους έφερε ένα βιβλίο χρυσοποίκιλτο, είναι γραμμένες με χρυσά γράμματα. Η καλή ψυχή σας και οι καλές σας πράξεις, σας προορίζουν για σπουδαία πράγματα. Όμως προσέξτε! Ο εχθρός του καλού, που κρύβεται μέσα στον καθένα, μπορεί να σας παρασύρει και τότε το χρυσό σας πεπρωμένο θα εξαφανιστεί από αυτό το βιβλίο. Τα αδέλφια άκουγαν με προσοχή μη μπορώντας να αρθρώσουν λέξη, για τα όσα θαυμαστά άκουγαν. Η κυρά του πεπρωμένου τα πλησίασε, τους έπιασε τα χέρια και τους είπε γλυκά:
-Μη φοβάστε όμως! Αφού εκτιμήσατε την ευχή μιας φτωχής γριούλας, όπως κανένας άλλος μέχρι τώρα δεν έκανε, κι εγώ θα σας ανταμείψω με ένα δώρο. Ζητήστε μου ό,τι θέλετε και θα το έχετε. Όλα τα υπόλοιπα θα τα βρείτε μόνοι σας.
Ο Χρύσης, χωρίς να το σκεφτεί πολύ, με σεβασμό στην κυρά ζήτησε τη γνώση της γραφής. Βλέπετε σαν ήταν παιδιά και χρειαζόντουσαν στο χωράφι δεν πήγαν στο σχολείο. Έτσι δεν ήξεραν μήτε να γράφουν μήτε να διαβάζουν. Ο Διαμαντής, ήξερε κι αυτός τι ήθελε. Από μικρός κοίταζε τα άλλα παιδιά που ζωγράφιζαν στο χαρτί κι η καρδιά του λαχταρούσε να κάνει το ίδιο. Το δίχως άλλο λοιπόν, ζήτησε το χάρισμα της ζωγραφικής. Η κυρά του πεπρωμένου, ακούγοντας τα απλά και ταπεινά θελήματα των νέων, χαμογέλασε.
-Δεν έπεσα έξω μαζί σας! Αντί να μου ζητήσετε πλούτη και δόξα, όπως θα έκανε κάθε φτωχός, εσείς αρκείστε σε ελάχιστα, μα σπουδαία!
-Εσύ Χρύση, είπε στο μεγάλο αδελφό, από τώρα και στο εξής θα γνωρίζεις γραφή και ανάγνωση. Για την καλοσύνη σου να μου κουβαλήσεις τα ξύλα, σου χαρίζω και την τέχνη της ποίησης. Χρησιμοποίησέ τα όλα για το καλό και δεν θα βγεις χαμένος. Έπειτα γύρισε στον Διαμαντή.
-Διαμαντή! Θα μπορείς να ζωγραφίζεις ό,τι βάλεις με το νου σου. Για την προθυμία σου να μου ανάψεις το τζάκι σου χαρίζω κάτι ακόμη: Όποιος βλέπει τις εικόνες σου θα θαυμάζει το ταλέντο σου, καθώς θα ζωντανεύουν στην καρδιά του.
Δεν πρόλαβαν να την ευχαριστήσουν και η γυναίκα μαζί με το παλάτι της εξαφανίστηκαν…Οι δύο τους νόμιζαν ότι είδαν το ίδιο όνειρο και άλλο δεν έμενε από το να ξυπνήσουν, μιας και το φεγγάρι είχε χαθεί. Ο ήλιος της καινούριας μέρας ανέτειλε ήδη και οι δουλειές, τους περίμεναν. Στο δρόμο ήταν σκεφτικοί και αμίλητοι. Στο χωράφι το ίδιο. Μόνο που όταν σκάλιζαν ο Χρύσης μουρμούριζε…
-Είπες κάτι αδελφέ μου; ρώτησε ο Διαμαντής; Μίλα πιο δυνατά να σε ακούω.
Τότε ο Χρύσης με δυνατή καθάρια φωνή απήγγειλε στίχους. Ένα ποίημα που το μυαλό του έφτιαξε εκείνη την ώρα και που μιλούσε για την ομορφιά της φύσης. Ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε ποτέ ακούσει ανθρώπου αυτί!
-Φαίνεται πως δεν ονειρευτήκαμε, είμαι πολύ περήφανος για’ σένα , είπε ο Διαμαντής, και αγκάλιασε τον αδελφό του.
Ήρθε και η ώρα να ξεκουραστούν. Κάθισαν στη σκιά ενός δέντρου και άρχισαν να τρώνε ψωμί και τυρί που είχαν στο δισάκι τους. Ο Διαμαντής δεν άφησε την αξίνα, παρά καθισμένος όπως ήταν άρχισε να χαράσσει πάνω στο χώμα σχέδια. Όχι αφηρημένα, μα πραγματικές ζωγραφιές, τοπία με δέντρα, ζώα, ανθρώπους κ.α. Φάνηκε λοιπόν πως τα δώρα που τους χάρισε η κυρά του πεπρωμένου ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Μια και δυο, πήραν το δρόμο για την πόλη. Εκεί πήγαιναν να πουλήσουν ό,τι έβγαζε το χωραφάκι τους. Μα αυτή τη φορά πήγαν να αγοράσουν χαρτί και μολύβι.
Με τα λιγοστά τους νομίσματα πήραν τα χρειαζούμενα. Η χαρά τους ήταν τόση που δεν γύρισαν πίσω. Κάθισαν στην πλατεία κοντά στο πηγάδι και στρώθηκαν στη δουλειά. Ο Χρύσης έγραφε ποιήματα και ο Διαμαντής ζωγράφιζε. Δεν άργησε πολύ να μαζευτεί γύρω τους πλήθος κόσμου. Πρώτα κάτι μικρά παιδιά που έπαιζαν μπάλα και έπειτα κάθε λογής άνθρωποι. Όλοι θαύμασαν τα ωραία λόγια και τις ιστορίες του Χρύση μα και τις ζωντανές ζωγραφιές του Διαμαντή. Όσοι δεν τους ήξεραν τους περνούσαν για γραμματιζούμενους, ενώ οι χωρικοί που τους γνώριζαν απορούσαν! Οι δύο νέοι εξήγησαν ότι αυτά που έβλεπαν ήταν δώρα.
Οι μέρες περνούσαν, η φήμη τους εξαπλώθηκε σε όλη την πόλη κι ακόμα παραπέρα. Τα δυο αδέλφια έπρεπε να δουλεύουν στο χωράφι για να τα βγάλουν πέρα. Μα έλα που κόσμος πήγαινε στο καλυβάκι να τους γνωρίσει και πώς να δουλέψουν; Καλοδέχονταν όποιον πήγαινε να τους δει. Πώς να κακοκαρδίσουν κάποιον; Τα ποιήματα μαλάκωναν τις σκληρές καρδιές, έδιωχναν τον πόνο. Οι ζωγραφιές ταξίδευαν το νου και ζωντάνευαν στην καρδιά. Τα παιδιά ζητούσαν παραμύθια με καλές νεράιδες και οι μεγάλοι ιστορίες για άλλους τόπους. Κανέναν δεν άφηναν παραπονεμένο. Μέχρι που, κάποιοι έμποροι τους ζήτησαν να φτιάξουν βιβλία βάζοντας μέσα όλη τους την τέχνη. Με αυτές τις παραγγελίες πολλά νομίσματα ήρθανε στα χέρια τους, μα με την καλή τους ψυχή τα μοιράστηκαν με όσους τα είχαν περισσότερη ανάγκη… Συνέχισαν να τιμούν τα δώρα τους για καλό σκοπό και δεν πήραν τα μυαλά τους αέρα.
Η φήμη τους έφτασε μέχρι το παλάτι, στα αυτιά του Βασιλιά. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και ζούσε με τις δυο του θυγατέρες. Τα τελευταία χρόνια ήταν βαριά άρρωστος και κανένας γιατρός ή σοφός δεν μπορούσε να τον κάνει καλά. Δεν μπορούσε ούτε να φάει ούτε να πιει. Ήταν συνεχώς λυπημένος και οι νύχτες του ήταν εφιαλτικές. Κάλεσε από μακρινές πολιτείες τους καλύτερους γιατρούς, ήπιε χίλια δυο βοτάνια και μαγικά φίλτρα, μα τίποτα… Μόλις έμαθε για τα δυο αδέλφια παραξενεύτηκε αλλά έστειλε να τα φέρουν στο παλάτι. Ίσως αυτά να είχαν κάτι να του δώσουν.
Ο Χρύσης και ο Διαμαντής προσκύνησαν το βασιλιά και με το βλέμμα πάντα χαμηλά, μπήκαν στις υπηρεσίες του. Χωρίς να κάνουν τίποτα διαφορετικό από ό,τι ήξεραν, τα αδέλφια μαλάκωσαν την καρδιά του. Ιστορίες με καλό τέλος, ποιήματα για την αγάπη, ζωγραφιές με την ομορφιά της φύσης… τι άλλο να θέλει μια καρδιά για να γλυκάνει; Σιγά σιγά, μέρα τη μέρα, ο Βασιλιάς, έτρωγε και δυνάμωνε, ενώ τα βράδια κοιμόταν χωρίς εφιάλτες.
Οι όμορφες κόρες του Βασιλιά ένιωσαν ότι ο πατέρας τους ξαναγύρισε στη ζωή. Χαμογελούσε πια, δε θύμωνε με το παραμικρό και είχε διάθεση για κουβέντα. Όχι μόνο οι κοντινοί του είδαν τη μεταστροφή, μα και όλοι οι αυλικοί του. Ό,τι δεν κατάφεραν όλοι οι σοφοί του κόσμου, τόσα χρόνια, το κατάφεραν δυο απλοί χωρικοί μέσα σε λίγο καιρό! Όλο το βασίλειο καμάρωνε το Βασιλιά αλλά και τους δυο νέους. Όλοι εκτός από έναν, τον προσωπικό σύμβουλο του Βασιλιά, που δεν άργησε να του ψιθυρίσει τους φόβους του.
-Τι κι αν αυτοί οι χωρικοί θελήσουν να σου πάρουν το θρόνο, Βασιλιά μου; Δες πόσο τους αγαπά ο κόσμος! Οι ικανότητές τους είναι σκέτη μαγεία! Κι αν σε μαγέψουν; τότε τι; Πρέπει να τους βάλεις στη φυλακή! Είναι διπρόσωποι και επικίνδυνοι!
Ο Βασιλιάς δεν ήθελε και πολύ για να πειστεί. Άλλωστε ο σύμβουλός του, τον συντρόφευε από πάντα, ενώ αυτοί οι δυο θαυματοποιοί, ποιος ήξερε τι να κρύβουν; Χωρίς πολλά πολλά, διέταξε να συλλάβουν το Χρύση και το Διαμαντή και να τους οδηγήσουν στο σκοτεινότερο μπουντρούμι του κάστρου. Τέλος, έβαλε δυο φρουρούς από έξω, για να είναι σίγουρος ότι δεν θα το σκάσουν ποτέ. Μάταια οι κόρες του προσπάθησαν να τον πείσουν για την καλή καρδιά των δυο νέων. Εκείνες έβλεπαν καθαρά με τα μάτια της αγνής ψυχής τους, όμως ο Βασιλιάς όχι.
Έτσι λοιπόν τα παλληκάρια της ιστορίας μας έπαψαν να βλέπουν τον ήλιο. Η ζωή τους άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Χωρίς να βλάψουν ποτέ κανέναν, πλήρωναν την καχυποψία των άλλων. Από την πρώτη ημέρα που μπήκαν στη φυλακή έμειναν αμίλητοι με το κεφάλι σκυφτό. Μία σκέψη στριφογύριζε στο μυαλό τους μα ούτε που την ξεστόμιζαν… θα ήταν ασέβεια.
-Μακάρι η κυρά του πεπρωμένου να μην μας έδινε αυτά τα δώρα που ξεσήκωσαν τέτοια θύελλα!
Δεν είχαν τη διάθεση να μιλήσουν. Ούτε λόγος για ιστορίες, ποιήματα και ζωγραφική. Όλα αυτά μέχρι την ημέρα που δέχτηκαν μια ευχάριστη επίσκεψη, έτσι ξαφνικά και απρόσμενα. Ήταν οι κόρες του βασιλιά, δίδυμες που έμοιαζαν σα δυο σταγόνες νερού. Έφεραν χαρτί, μολύβι, χρώματα καθώς και ένα λυχνάρι για φως. Καλόκαρδες και οι δυο, ήρθε η ώρα να τους ανταποδώσουν το καλό. Μάλιστα είχαν και ένα σχέδιο κατά νου…. έδωσαν στα αδέλφια ένα παλιό μενταγιόν και τους ψιθύρισαν στο αυτί τι έπρεπε να κάνουν. Φεύγοντας, πήραν από το Χρύση ένα χαρτάκι και το έκρυψαν καλά καλά.
Μόλις αποχώρησαν τα κορίτσια, οι δυο νέοι στρώθηκαν στη δουλειά. Ζωγράφησαν τους τοίχους της φυλακής και έγραψαν πάνω τους ποιήματα αγάπης. Για πρώτη φορά μετά από μέρες που ήταν εκεί κλεισμένοι, μιλούσαν και έκαναν αστεία μεταξύ τους. Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν μόνο που ενθουσιάστηκαν με το μυστικό σχέδιο, αλλά που ο έρωτας επισκέφτηκε για πρώτη φορά τις καρδιές τους…
Ας αφήσουμε τώρα, το υπόγειο του παλατιού και ας ανεβούμε ψηλά στην αίθουσα του θρόνου. Ο Βασιλιάς πήγαινε κάθε μέρα με άνθη στον τάφο της γυναίκας του, που ήταν έξω στον κήπο του παλατιού. Οι κόρες του κατέβηκαν να τον συνοδέψουν, σε αυτό το θλιβερό δρομολόγιο και αυτό το απόγευμα, όπως έκαναν πάντα. Φτάνοντας όμως στο σημείο εκείνο, ξαφνιάστηκαν βλέποντας κάτι διαφορετικό. Στα χέρια ενός αγαλματένιου αγγέλου που προσεύχονταν υπήρχε ένα σημείωμα. Ο Βασιλιάς ταράχτηκε:
-Ποιος θνητός τόλμησε να πλησιάσει τον τάφο της καλής μου; Έπειτα, απόρησε!
-Πως κατάφερε να ξεφύγει από τους φρουρούς μου;
Καθώς όμως πήρε να διαβάζει το σημείωμα, έχασε το χρώμα του και κατάρρευσε! Οι κόρες του, είχαν χρόνια να δουν τον πατέρα τους να κλαίει, από τότε που έχασαν τη μητέρα. Έτρεξαν να τον συνεφέρουν και να μάθουν τι έγραφε αυτό το μυστηριώδες χαρτί. Κάποιο μαγικό χέρι με χρυσά γράμματα έκλεισε ένα γρίφο μέσα σε ένα ποίημα:
Την καλοσύνη, μη την φυλακίζεις
ευγνωμοσύνη κορώνα να φορείς
τα κρίνα της καρδιάς σου να ποτίζεις
το μενταγιόν που στέλνω , θε να βρεις.
Στο παλάτι πια, οι τρείς τους άρχισαν να ξετυλίγουν το κουβάρι των στίχων. Ο Βασιλιάς περισσότερο ανήσυχος, ενώ τα κορίτσια κοίταζαν με νόημα η μία την άλλη και χαμογελούσαν γλυκά. Φαίνεται η ψυχή της άτυχης Βασίλισσας άφησε ένα μήνυμα στον άντρα της, με ορμήνιες για την ψυχή του, για τις κόρες τους, τα κρίνα, όπως τις αποκαλούσαν μεταξύ τους και… αυτό με το μενταγιόν…. Αυτό κι αν ήταν το πιο παράξενο της υπόθεσης. Ποιο μενταγιόν; Και που να ψάξει;
-Α! τώρα το θυμήθηκα!, Φώναξε η μια κοπέλα και έφερε γρήγορα το κουτί με τα κοσμήματά της.
-Μα που είναι; Αποκλείεται να χάθηκε, εδώ ήταν μέχρι χθες, αφού το είδα.
Ναι, υπήρχε ένα μενταγιόν της Βασίλισσας, που το είχε χαρίσει στις κόρες της. Ήταν από εκείνα τα παλιά κοσμήματα που πάνε από γενιά σε γενιά, από μάνα σε κόρη. Άνοιγε και μέσα του είχε ένα ροδοπέταλο. Τώρα που τα κορίτσια περιέγραφαν το χαμένο δώρο, θυμήθηκε και ο βασιλιάς τα λόγια που συνήθιζε να του λέει η Βασίλισσα, κάθε φορά που οι στεναχώριες τον συναντούσαν. Έτσι του γλύκαινε την καρδιά: « με ροδοπέταλα σπαρμένο ,της ζωής το πεπρωμένο». Δεν υπήρχε πια καμία αμφιβολία για το τι έπρεπε να ψάξουν. Αλλά που να κοιτάξουν; Έβγαλε λοιπόν ο Βασιλιάς φιρμάνι, όποιος θα του πήγαινε το χαμένο κόσμημα, θα τον γέμιζε αμύθητα πλούτη. Οι μέρες περνούσαν, μα το μενταγιόν άφαντο.
Ώσπου μια μέρα ζήτησαν ακρόαση από το Βασιλιά δυο φρουροί του παλατιού. Ήταν εκείνοι που φρουρούσαν τα δυο αδέλφια. Έμαθαν ότι ψάχνει ένα μενταγιόν πολύτιμο και είχαν δει κάτι παρόμοιο στη φυλακή. Έτσι λοιπόν κίνησαν για τη φυλακή στο υπόγειο, ο Βασιλιάς μαζί με τις κόρες του. Πήγαν κατευθείαν στο σκοτεινό κελί, σκοτεινό κελί είπα; Μα όχι αυτό δεν ήταν σκοτεινό, ακτινοβολούσε από μακριά μια μαγική χρυσή λάμψη! Πλησίασαν και τι να δουν;
Στους τοίχους ήταν ζωγραφισμένη μια ιστορία ζωής. Δυο νέοι που ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά, η τελετή των βασιλικών γάμων, η γέννηση των δυο παιδιών τους, ο κήπος τους που φυτρώνουν τα πιο ευωδιαστά λουλούδια… μα ναι! Όλοι τους μπορούσαν τα μυρίσουν αυτά τα λουλούδια λες και ήταν ζωντανά ακριβώς εκεί μπροστά τους! Ένα αεράκι σα χάδι άγγιξε τις καρδιές τους, σαν διάβασαν στίχους αγάπης, κι αυτοί γραμμένοι στους τοίχους της φυλακής. Η ιστορία, αν και έδειχνε το χαμό της Βασίλισσας, συνέχιζε γλυκά, λέγοντας πως ό,τι αγαπάμε δε χάνεται. Υπάρχει κάπου εκεί και μας δίνει θάρρος. Το πιο θαυμαστό απ’ όλα βρισκόταν στο πάτωμα. Ήταν γεμάτο κόκκινα, ευωδιαστά ροδοπέταλα που χόρευαν, θαρρείς, γύρω από το πολύτιμο μενταγιόν!!! Όλοι τους σάστισαν. Πατέρας με κόρες αγκαλιάστηκαν και έκλαιγαν από συγκίνηση.
Φυσικά ελευθέρωσαν το Χρύση και το Διαμαντή. Ο Βασιλιάς γιατρεύτηκε εντελώς στην ψυχή του. Τώρα ήξερε πως το βασίλειό του χρειάζονταν αυτούς τους δυο άξιους νέους. Η χαρά όλων ολοκληρώθηκε τη μέρα που οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα αναγγέλλοντας τους γάμους των δυο αδελφών με τις βασιλοπούλες. Η κυρά του πεπρωμένου χαμογέλασε και το χρυσό βιβλίο τους στολίστηκε με κόκκινα ροδοπέταλα! Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου