Με ροδοπέταλα σπαρμένο
Μια φορά κι έναν καιρό,
ζούσαν σε μια μακρινή πολιτεία δυο αδέλφια, ο Χρύσης και ο Διαμαντής. Η μόνη
περιουσία που τους άφησαν οι γονείς τους ήταν ένα χωραφάκι κι ένα σπιτάκι στην
άκρη του δάσους. Ήταν φτωχοί μα πολύ εργατικοί και δεν τους έλλειπε το ψωμί.
Όποιος τους γνώριζε είχε να λέει για την καλή τους καρδιά. Αλήθεια! Τα δυο παλληκάρια
όλοι τ’ αγαπούσαν στο χωρίο, γιατί ήταν πάντα χαμογελαστά και βοηθούσαν όποιον
είχε ανάγκη. Μια μέρα, εκεί που έκοβαν ξύλα για το τζάκι στο δάσος, είδαν μια
γριούλα.
-Καλώς τα παλληκάρια μου! είπε
εκείνη.
-Καλησπέρα γιαγιά, απάντησαν με το
χαμόγελο στα χείλη.
-Τι κάνεις εδώ μοναχή τέτοια ώρα; Θα
σε βρει το σκοτάδι!
-Αχ! Καλά μου παιδιά!, τους απάντησε
εκείνη, ήρθα να κόψω ξύλα μα το τσεκούρι μου έσπασε. Τώρα πως θα ζεστάνω το
καλυβάκι μου;
-Μη στεναχωριέσαι! Τη συμπόνεσαν τ’
αδέλφια, θα σου δώσουμε τα δικά μας ξύλα, είπαν με μια φωνή!
-Μόνο πες μας κατά που πέφτει το
καλυβάκι σου και σου τα φέρνουμε αμέσως.
Η γιαγιά τότε δάκρυσε από συγκίνηση,
τους έπιασε τα χέρια και τους έδωσε την ευχή της. Έπειτα τους είπε με σοβαρό
ύφος:
-Για το καλό που μου κάνετε θα σας
ανταμείψω… μόλις έρθετε στο σπίτι μου.
Ο Χρύσης και ο Διαμαντής
επέμεναν ότι αρκούσε η ευχή της και μόνο αυτή. Η ηλικιωμένη γυναίκα τράβηξε εμπρός
και εκείνοι με τα δεμάτια στον ώμο την ακολούθησαν έως το καλυβάκι της. Ήταν
πράγματι πολύ φτωχό και οι καλόκαρδοι νέοι προσφέρθηκαν να της ανάψουν τη φωτιά
στο τζάκι. Μόλις η φωτιά φούντωσε για τα καλά έγινε κάτι πολύ παράξενο. Η
καλύβα χάθηκε από τα μάτια τους και τη θέση της είχε πάρει τώρα η σάλα ενός
παλατιού! Η καλή γριούλα μεταμορφώθηκε σε μια βασίλισσα ντυμένη με πλουμιστά
φουστάνια, τόσο όμορφα, όσο δεν το έβαζε ο νους τους! Τα δυο αδέλφια σάστισαν
πραγματικά.
-Είμαι η κυρά του πεπρωμένου! μίλησε πρώτη εκείνη, οι
άνθρωποι μου δίνουν το μελάνι κι εγώ γράφω στις ζωές τους. Οι δικές σας
σελίδες, να δείτε!, είπε και τους έφερε ένα βιβλίο χρυσοποίκιλτο, είναι γραμμένες
με χρυσά γράμματα. Η καλή ψυχή σας και οι καλές σας πράξεις, σας προορίζουν για
σπουδαία πράγματα. Όμως προσέξτε! Ο εχθρός του καλού, που κρύβεται μέσα στον
καθένα, μπορεί να σας παρασύρει και τότε το χρυσό σας πεπρωμένο θα εξαφανιστεί
από αυτό το βιβλίο. Τα αδέλφια άκουγαν με προσοχή μη μπορώντας να αρθρώσουν
λέξη, για τα όσα θαυμαστά άκουγαν. Η κυρά του πεπρωμένου τα πλησίασε, τους
έπιασε τα χέρια και τους είπε γλυκά:
-Μη φοβάστε όμως! Αφού εκτιμήσατε την
ευχή μιας φτωχής γριούλας, όπως κανένας άλλος μέχρι τώρα δεν έκανε, κι εγώ θα
σας ανταμείψω με ένα δώρο. Ζητήστε μου ό,τι θέλετε και θα το έχετε. Όλα τα
υπόλοιπα θα τα βρείτε μόνοι σας.
Ο Χρύσης, χωρίς να το
σκεφτεί πολύ, με σεβασμό στην κυρά ζήτησε τη γνώση της γραφής. Βλέπετε σαν ήταν
παιδιά και χρειαζόντουσαν στο χωράφι δεν πήγαν στο σχολείο. Έτσι δεν ήξεραν
μήτε να γράφουν μήτε να διαβάζουν. Ο Διαμαντής, ήξερε κι αυτός τι ήθελε. Από
μικρός κοίταζε τα άλλα παιδιά που ζωγράφιζαν στο χαρτί κι η καρδιά του
λαχταρούσε να κάνει το ίδιο. Το δίχως άλλο λοιπόν, ζήτησε το χάρισμα της
ζωγραφικής. Η κυρά του πεπρωμένου, ακούγοντας τα απλά και ταπεινά θελήματα των
νέων, χαμογέλασε.
-Δεν έπεσα έξω μαζί σας! Αντί να μου
ζητήσετε πλούτη και δόξα, όπως θα έκανε κάθε φτωχός, εσείς αρκείστε σε
ελάχιστα, μα σπουδαία!
-Εσύ Χρύση, είπε στο μεγάλο αδελφό, από
τώρα και στο εξής θα γνωρίζεις γραφή και ανάγνωση. Για την καλοσύνη σου να μου
κουβαλήσεις τα ξύλα, σου χαρίζω και την τέχνη της ποίησης. Χρησιμοποίησέ τα όλα
για το καλό και δεν θα βγεις χαμένος. Έπειτα γύρισε στον Διαμαντή.
-Διαμαντή! Θα μπορείς να ζωγραφίζεις
ό,τι βάλεις με το νου σου. Για την προθυμία σου να μου ανάψεις το τζάκι σου
χαρίζω κάτι ακόμη: Όποιος βλέπει τις εικόνες σου θα θαυμάζει το ταλέντο σου,
καθώς θα ζωντανεύουν στην καρδιά του.
Δεν πρόλαβαν να την ευχαριστήσουν και η γυναίκα μαζί
με το παλάτι της εξαφανίστηκαν…Οι δύο τους νόμιζαν ότι είδαν το ίδιο όνειρο και
άλλο δεν έμενε από το να ξυπνήσουν, μιας και το φεγγάρι είχε χαθεί. Ο ήλιος της
καινούριας μέρας ανέτειλε ήδη και οι δουλειές, τους περίμεναν. Στο δρόμο ήταν
σκεφτικοί και αμίλητοι. Στο χωράφι το ίδιο. Μόνο που όταν σκάλιζαν ο Χρύσης
μουρμούριζε…
-Είπες κάτι αδελφέ μου; ρώτησε ο Διαμαντής; Μίλα πιο δυνατά να σε ακούω.
Τότε ο Χρύσης με δυνατή καθάρια φωνή απήγγειλε στίχους. Ένα ποίημα που το
μυαλό του έφτιαξε εκείνη την ώρα και που μιλούσε για την ομορφιά της φύσης.
Ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε ποτέ ακούσει ανθρώπου αυτί!
-Φαίνεται πως δεν ονειρευτήκαμε, είμαι πολύ περήφανος για’ σένα , είπε ο
Διαμαντής, και αγκάλιασε τον αδελφό του.
Ήρθε και η ώρα να ξεκουραστούν. Κάθισαν στη σκιά ενός
δέντρου και άρχισαν να τρώνε ψωμί και τυρί που είχαν στο δισάκι τους. Ο
Διαμαντής δεν άφησε την αξίνα, παρά καθισμένος όπως ήταν άρχισε να χαράσσει
πάνω στο χώμα σχέδια. Όχι αφηρημένα, μα πραγματικές ζωγραφιές, τοπία με δέντρα,
ζώα, ανθρώπους κ.α. Φάνηκε λοιπόν πως τα δώρα που τους χάρισε η κυρά του
πεπρωμένου ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Μια και δυο, πήραν το δρόμο για την πόλη.
Εκεί πήγαιναν να πουλήσουν ό,τι έβγαζε το χωραφάκι τους. Μα αυτή τη φορά πήγαν
να αγοράσουν χαρτί και μολύβι.
Με τα λιγοστά τους νομίσματα πήραν τα χρειαζούμενα. Η
χαρά τους ήταν τόση που δεν γύρισαν πίσω. Κάθισαν στην πλατεία κοντά στο πηγάδι
και στρώθηκαν στη δουλειά. Ο Χρύσης έγραφε ποιήματα και ο Διαμαντής ζωγράφιζε.
Δεν άργησε πολύ να μαζευτεί γύρω τους πλήθος κόσμου. Πρώτα κάτι μικρά παιδιά
που έπαιζαν μπάλα και έπειτα κάθε λογής άνθρωποι. Όλοι θαύμασαν τα ωραία λόγια
και τις ιστορίες του Χρύση μα και τις ζωντανές ζωγραφιές του Διαμαντή. Όσοι δεν τους ήξεραν τους περνούσαν για
γραμματιζούμενους, ενώ οι χωρικοί που τους γνώριζαν απορούσαν! Οι δύο νέοι
εξήγησαν ότι αυτά που έβλεπαν ήταν δώρα.
Οι μέρες περνούσαν, η φήμη τους εξαπλώθηκε σε όλη την
πόλη κι ακόμα παραπέρα. Τα δυο αδέλφια έπρεπε να δουλεύουν στο χωράφι για να τα
βγάλουν πέρα. Μα έλα που κόσμος πήγαινε στο καλυβάκι να τους γνωρίσει και πώς
να δουλέψουν; Καλοδέχονταν όποιον πήγαινε να τους δει. Πώς να κακοκαρδίσουν
κάποιον; Τα ποιήματα μαλάκωναν τις σκληρές καρδιές, έδιωχναν τον πόνο. Οι
ζωγραφιές ταξίδευαν το νου και ζωντάνευαν στην καρδιά. Τα παιδιά ζητούσαν
παραμύθια με καλές νεράιδες και οι μεγάλοι ιστορίες για άλλους τόπους. Κανέναν
δεν άφηναν παραπονεμένο. Μέχρι που, κάποιοι έμποροι τους ζήτησαν να φτιάξουν
βιβλία βάζοντας μέσα όλη τους την τέχνη. Με αυτές τις παραγγελίες πολλά
νομίσματα ήρθανε στα χέρια τους, μα με την καλή τους ψυχή τα μοιράστηκαν με
όσους τα είχαν περισσότερη ανάγκη… Συνέχισαν να τιμούν τα δώρα τους για καλό
σκοπό και δεν πήραν τα μυαλά τους αέρα.
Η φήμη τους έφτασε μέχρι το παλάτι, στα αυτιά του Βασιλιά.
Η γυναίκα του είχε πεθάνει και ζούσε με τις δυο του θυγατέρες. Τα τελευταία
χρόνια ήταν βαριά άρρωστος και κανένας γιατρός ή σοφός δεν μπορούσε να τον
κάνει καλά. Δεν μπορούσε ούτε να φάει ούτε να πιει. Ήταν συνεχώς λυπημένος και
οι νύχτες του ήταν εφιαλτικές. Κάλεσε από μακρινές πολιτείες τους καλύτερους γιατρούς,
ήπιε χίλια δυο βοτάνια και μαγικά φίλτρα, μα τίποτα… Μόλις έμαθε για τα δυο
αδέλφια παραξενεύτηκε αλλά έστειλε να τα φέρουν στο παλάτι. Ίσως αυτά να είχαν
κάτι να του δώσουν.
Ο Χρύσης και ο Διαμαντής προσκύνησαν το βασιλιά και με
το βλέμμα πάντα χαμηλά, μπήκαν στις υπηρεσίες του. Χωρίς να κάνουν τίποτα
διαφορετικό από ό,τι ήξεραν, τα αδέλφια μαλάκωσαν την καρδιά του. Ιστορίες με
καλό τέλος, ποιήματα για την αγάπη, ζωγραφιές με την ομορφιά της φύσης… τι άλλο
να θέλει μια καρδιά για να γλυκάνει; Σιγά σιγά, μέρα τη μέρα, ο Βασιλιάς,
έτρωγε και δυνάμωνε, ενώ τα βράδια κοιμόταν χωρίς εφιάλτες.
Οι όμορφες κόρες του Βασιλιά ένιωσαν ότι ο πατέρας
τους ξαναγύρισε στη ζωή. Χαμογελούσε πια, δε θύμωνε με το παραμικρό και είχε
διάθεση για κουβέντα. Όχι μόνο οι κοντινοί του είδαν τη μεταστροφή, μα και όλοι
οι αυλικοί του. Ό,τι δεν κατάφεραν όλοι οι σοφοί του κόσμου, τόσα χρόνια, το
κατάφεραν δυο απλοί χωρικοί μέσα σε λίγο καιρό! Όλο το βασίλειο καμάρωνε το Βασιλιά
αλλά και τους δυο νέους. Όλοι εκτός από έναν, τον προσωπικό σύμβουλο του Βασιλιά,
που δεν άργησε να του ψιθυρίσει τους φόβους του.
-Τι κι αν αυτοί οι χωρικοί θελήσουν
να σου πάρουν το θρόνο, Βασιλιά μου; Δες πόσο τους αγαπά ο κόσμος! Οι
ικανότητές τους είναι σκέτη μαγεία! Κι αν σε μαγέψουν; τότε τι; Πρέπει να τους
βάλεις στη φυλακή! Είναι διπρόσωποι και επικίνδυνοι!
Ο Βασιλιάς δεν ήθελε και πολύ για να πειστεί. Άλλωστε
ο σύμβουλός του, τον συντρόφευε από πάντα, ενώ αυτοί οι δυο θαυματοποιοί, ποιος
ήξερε τι να κρύβουν; Χωρίς πολλά πολλά,
διέταξε να συλλάβουν το Χρύση και το Διαμαντή και να τους οδηγήσουν στο
σκοτεινότερο μπουντρούμι του κάστρου. Τέλος, έβαλε δυο φρουρούς από έξω, για να
είναι σίγουρος ότι δεν θα το σκάσουν ποτέ. Μάταια οι κόρες του προσπάθησαν να
τον πείσουν για την καλή καρδιά των δυο νέων. Εκείνες έβλεπαν καθαρά με τα μάτια
της αγνής ψυχής τους, όμως ο Βασιλιάς όχι.
Έτσι λοιπόν τα παλληκάρια της ιστορίας μας έπαψαν να
βλέπουν τον ήλιο. Η ζωή τους άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Χωρίς να
βλάψουν ποτέ κανέναν, πλήρωναν την καχυποψία των άλλων. Από την πρώτη ημέρα που
μπήκαν στη φυλακή έμειναν αμίλητοι με το κεφάλι σκυφτό. Μία σκέψη στριφογύριζε
στο μυαλό τους μα ούτε που την ξεστόμιζαν… θα ήταν ασέβεια.
-Μακάρι η κυρά του πεπρωμένου να μην μας
έδινε αυτά τα δώρα που ξεσήκωσαν τέτοια θύελλα!
Δεν είχαν τη διάθεση να μιλήσουν. Ούτε λόγος για
ιστορίες, ποιήματα και ζωγραφική. Όλα αυτά μέχρι την ημέρα που δέχτηκαν μια
ευχάριστη επίσκεψη, έτσι ξαφνικά και απρόσμενα. Ήταν οι κόρες του βασιλιά,
δίδυμες που έμοιαζαν σα δυο σταγόνες νερού. Έφεραν χαρτί, μολύβι, χρώματα καθώς
και ένα λυχνάρι για φως. Καλόκαρδες και οι δυο, ήρθε η ώρα να τους ανταποδώσουν
το καλό. Μάλιστα είχαν και ένα σχέδιο κατά νου…. έδωσαν στα αδέλφια ένα παλιό
μενταγιόν και τους ψιθύρισαν στο αυτί τι έπρεπε να κάνουν. Φεύγοντας, πήραν από
το Χρύση ένα χαρτάκι και το έκρυψαν καλά καλά.
Μόλις αποχώρησαν τα κορίτσια, οι δυο νέοι στρώθηκαν
στη δουλειά. Ζωγράφησαν τους τοίχους της φυλακής και έγραψαν πάνω τους ποιήματα
αγάπης. Για πρώτη φορά μετά από μέρες που ήταν εκεί κλεισμένοι, μιλούσαν και
έκαναν αστεία μεταξύ τους. Εδώ που τα λέμε, δεν ήταν μόνο που ενθουσιάστηκαν με
το μυστικό σχέδιο, αλλά που ο έρωτας επισκέφτηκε για πρώτη φορά τις καρδιές
τους…
Ας αφήσουμε τώρα, το υπόγειο του παλατιού και ας ανεβούμε
ψηλά στην αίθουσα του θρόνου. Ο Βασιλιάς πήγαινε κάθε μέρα με άνθη στον τάφο
της γυναίκας του, που ήταν έξω στον κήπο του παλατιού. Οι κόρες του κατέβηκαν
να τον συνοδέψουν, σε αυτό το θλιβερό δρομολόγιο και αυτό το απόγευμα, όπως
έκαναν πάντα. Φτάνοντας όμως στο σημείο εκείνο, ξαφνιάστηκαν βλέποντας κάτι
διαφορετικό. Στα χέρια ενός αγαλματένιου αγγέλου που προσεύχονταν υπήρχε ένα
σημείωμα. Ο Βασιλιάς ταράχτηκε:
-Ποιος θνητός τόλμησε να πλησιάσει τον τάφο της καλής μου; Έπειτα,
απόρησε!
-Πως κατάφερε να ξεφύγει από τους
φρουρούς μου;
Καθώς όμως πήρε να διαβάζει το σημείωμα, έχασε το
χρώμα του και κατάρρευσε! Οι κόρες του, είχαν χρόνια να δουν τον πατέρα τους να
κλαίει, από τότε που έχασαν τη μητέρα. Έτρεξαν να τον συνεφέρουν και να μάθουν
τι έγραφε αυτό το μυστηριώδες χαρτί. Κάποιο μαγικό χέρι με χρυσά γράμματα
έκλεισε ένα γρίφο μέσα σε ένα ποίημα:
Την καλοσύνη, μη την φυλακίζεις
ευγνωμοσύνη κορώνα να φορείς
τα κρίνα της καρδιάς σου να ποτίζεις
το μενταγιόν που στέλνω , θε να
βρεις.
Στο παλάτι πια, οι τρείς
τους άρχισαν να ξετυλίγουν το κουβάρι των στίχων. Ο Βασιλιάς περισσότερο
ανήσυχος, ενώ τα κορίτσια κοίταζαν με νόημα η μία την άλλη και χαμογελούσαν
γλυκά. Φαίνεται η ψυχή της άτυχης Βασίλισσας άφησε ένα μήνυμα στον άντρα της,
με ορμήνιες για την ψυχή του, για τις κόρες τους, τα κρίνα, όπως τις
αποκαλούσαν μεταξύ τους και… αυτό με το μενταγιόν…. Αυτό κι αν ήταν το πιο
παράξενο της υπόθεσης. Ποιο μενταγιόν; Και που να ψάξει;
-Α! τώρα το θυμήθηκα!, Φώναξε η μια
κοπέλα και έφερε γρήγορα το κουτί με τα κοσμήματά της.
-Μα που είναι; Αποκλείεται να χάθηκε,
εδώ ήταν μέχρι χθες, αφού το είδα.
Ναι, υπήρχε ένα μενταγιόν
της Βασίλισσας, που το είχε χαρίσει στις κόρες της. Ήταν από εκείνα τα παλιά
κοσμήματα που πάνε από γενιά σε γενιά, από μάνα σε κόρη. Άνοιγε και μέσα του
είχε ένα ροδοπέταλο. Τώρα που τα κορίτσια περιέγραφαν το χαμένο δώρο, θυμήθηκε
και ο βασιλιάς τα λόγια που συνήθιζε να του λέει η Βασίλισσα, κάθε φορά που οι
στεναχώριες τον συναντούσαν. Έτσι του γλύκαινε την καρδιά: « με ροδοπέταλα
σπαρμένο ,της ζωής το πεπρωμένο». Δεν υπήρχε πια καμία αμφιβολία για το τι
έπρεπε να ψάξουν. Αλλά που να κοιτάξουν; Έβγαλε λοιπόν ο Βασιλιάς φιρμάνι,
όποιος θα του πήγαινε το χαμένο κόσμημα, θα τον γέμιζε αμύθητα πλούτη. Οι μέρες
περνούσαν, μα το μενταγιόν άφαντο.
Ώσπου μια μέρα ζήτησαν
ακρόαση από το Βασιλιά δυο φρουροί του παλατιού. Ήταν εκείνοι που φρουρούσαν τα
δυο αδέλφια. Έμαθαν ότι ψάχνει ένα μενταγιόν πολύτιμο και είχαν δει κάτι
παρόμοιο στη φυλακή. Έτσι λοιπόν κίνησαν για τη φυλακή στο υπόγειο, ο Βασιλιάς
μαζί με τις κόρες του. Πήγαν κατευθείαν στο σκοτεινό κελί, σκοτεινό κελί είπα;
Μα όχι αυτό δεν ήταν σκοτεινό, ακτινοβολούσε από μακριά μια μαγική χρυσή λάμψη!
Πλησίασαν και τι να δουν;
Στους τοίχους ήταν
ζωγραφισμένη μια ιστορία ζωής. Δυο νέοι που ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά, η
τελετή των βασιλικών γάμων, η γέννηση των δυο παιδιών τους, ο κήπος τους που
φυτρώνουν τα πιο ευωδιαστά λουλούδια… μα ναι! Όλοι τους μπορούσαν τα μυρίσουν
αυτά τα λουλούδια λες και ήταν ζωντανά ακριβώς εκεί μπροστά τους! Ένα αεράκι σα
χάδι άγγιξε τις καρδιές τους, σαν διάβασαν στίχους αγάπης, κι αυτοί γραμμένοι
στους τοίχους της φυλακής. Η ιστορία, αν και έδειχνε το χαμό της Βασίλισσας,
συνέχιζε γλυκά, λέγοντας πως ό,τι αγαπάμε δε χάνεται. Υπάρχει κάπου εκεί και
μας δίνει θάρρος. Το πιο θαυμαστό απ’ όλα βρισκόταν στο πάτωμα. Ήταν γεμάτο
κόκκινα, ευωδιαστά ροδοπέταλα που χόρευαν, θαρρείς, γύρω από το πολύτιμο
μενταγιόν!!! Όλοι τους σάστισαν. Πατέρας με κόρες αγκαλιάστηκαν και έκλαιγαν
από συγκίνηση.
Φυσικά ελευθέρωσαν το
Χρύση και το Διαμαντή. Ο Βασιλιάς γιατρεύτηκε εντελώς στην ψυχή του. Τώρα ήξερε
πως το βασίλειό του χρειάζονταν αυτούς τους δυο άξιους νέους. Η χαρά όλων
ολοκληρώθηκε τη μέρα που οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα αναγγέλλοντας τους
γάμους των δυο αδελφών με τις βασιλοπούλες. Η κυρά του πεπρωμένου χαμογέλασε
και το χρυσό βιβλίο τους στολίστηκε με κόκκινα ροδοπέταλα! Και ζήσαν αυτοί καλά
κι εμείς ακόμα καλύτερα!
Αφιερωμένο στους φίλους μου
Γιαλαμά Χαράλαμπο και Ζαράνη Ιωαννη
#TsamakiPoems
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαγεύτηκα.
ΑπάντησηΔιαγραφή