homouniversalisgr.blogspot.com
Προσωπικά,την ευχαριστώ θερμά για το βήμα έκφρασης που μου δίνει και της εύχομαι να έχει υγεία και χαρά!
Δημοσιευμένα
απαλές νότες
σκορπίζουν στον αέρα
από την άρπα της ψυχής μας.
Μεταξωτό μαντήλι
κάνουμε την επιθυμία μας
να φυλάξουμε
να μεγενθύνουμε την έντασή τους
στην ψευδαίσθηση της αιωνιότητας.
Τους πέντε ανέμους
ποτέ δεν λογαριάζουμε
που φθονερά ξεσηκώνουν
τα μεγάλα μας όνειρα.
Αρπάζουν
το χρόνο που μας δίνεται
και τον μοιράζουν
στην απέραντη σιωπή.
Είναι τότε που η ψυχή μας
παίρνει το δοξάρι
και ματώνει τις φλέβες της
περήφανη
γιατί ένιωσε
συγκινημένη
γιατί ακόμη νιώθει...
αποδύονται οι αναστολές μας
υπαναχωρούν
στις επιταγές της Δυνητικής Ευκτικής.
Ο έρωτας γράφει στα σώματά μας
με ανεξίτηλο κραγιόν
κι εμείς εκεί
υποτακτικοί στις βουλές του...
Στην ατέλειωτη
κατά δική μας νύχτα
η Προστακτική σμίγει
με του πόθου την πορφύρα.
Το φεγγάρι σβήνει στα μάτια μας
μέχρις ότου να λάμψει ξανά
ξανά και ξανά
εξακολουθητικά
κι εμείς εκεί
εκστατικά παραδομένοι
στο άγγιγμα της ψυχής!
Δημοσιευμένα Δημοσιευμένα
Σιωπηλοί ψαλμοί
έπνιξαν τον ουρανό
δάκρυα στη γη.
❃
ευθυγραμμιζόμαστε επιτυχώς
οδεύουμε περιχαρείς
στην ασφάλεια της εστίας
έχοντας στις αποσκευές μας
λάφυρα αυτοεπιβεβαίωσης.
Ταξιδεύουμε στη ζωή
τόσο
όσο οι αλυσίδες, μας επιτρέπουν
ποτέ παράτολμα
και πάντα στα όρια της ηθικής.
Στην άφιξή μας θαρραλέοι
και στην επιστροφή
περήφανα χαμογελαστοί
χωρίς να κοιτάζουμε τον ουρανό
μα ούτε και μέσα μας.
Όταν κάποτε
τα βουνά της πίκρας
κρύβουν το ματωμένο φεγγάρι
εμείς αποζητούμε τη γοητευτική θέα
κι ας μην το κοιτάξαμε στα μάτια
ποτέ πριν.
Βαδίζουμε στα τυφλά
ψηλαφώντας τις πληγές μας
κι όσο αυτές μας ματώνουν
τόσο το φεγγάρι
βάφεται στην αλήθεια μας.
Είναι οι στιγμές
που δεν στέκεται ψηλά
μα μπαίνει ολόγιομο μέσα μας
για να φωτίσει τα σκοτάδια.
Τότε
οι πραγματικά τολμηροί
το παίρνουν από το χέρι
και χάνονται μαζί του
σε αφανείς παράδρομους...
Χορός τεράτων
Από τα τρίσβαθα σκοτάδια σου, δες
ξεπηδούν τέρατα, τα πιο άσχημα
μέσα σε χορό, πάρε θάρρος και μπες
μόνο μη τους πεις πως είναι άσημα.
Μη ρωτάς καν τ’ όνομά τους, δεν έχουν
να σε τυλίξουν καραδοκούν μεμιάς
είσαι ‘συ απ’ αυτούς που αντέχουν
να γίνεις σκόνη στα χέρια μιας σκιάς;
Τη ‘μέρα τα σκεπάζεις με σεντόνια
κι αυτά λυσσάνε, παλεύουν τυφλά
τα βήματά σου τρομάζουν με στριγκλιές.
Αν την αγάπη δεν τάζεις στα λόγια
τραγούδι αρχίζεις μαζί τους γλυκά
ταξίδι σε παίρνουν στης τρέλας σπηλιές.
#TsamakiPoems
Δημοσιευμένα
Άθλοι ζωής
Αλήθεια
ποιος ελευθερώνεται από το «Εγώ» του
ώστε αντικειμενικά να λογίζεται;
Δέσμιος ο άνθρωπος των παθών του
σέρνει το εύθραυστο καβούκι του
βάλλεται από πραγματικά ή φανταστικά βέλη
κι ολοένα κρύβεται
από την αλήθεια του σύμπαντος
ενώ άλλοτε
επαίρεται εκ του μη όντος .
Ελευθερία είναι
να ισορροπεί κανείς ανάλαφρα
επάνω στη λογική
με περίσκεψη να αγγίζει
τα αιχμηρά συναισθήματα
και με σοφία να εξερευνά το πνεύμα.
Με εργαλείο την ταπεινοφροσύνη
να παραδέχεται
το πεπερασμένο των δυνατοτήτων του
μπροστά στο άπειρο, ελεύθερο πνεύμα.
Όσο λοιπόν ο άνθρωπος
αποτινάσσει τα κάθε είδους δεσμά του
τόσο περισσότερο ελευθερώνεται.
Εξυψώνεται κατά το δοκούν
συν-λογίζεται ως ανώτερο είδος
διότι μόνον αυτός
ἄνωθρώσκει νοερά…
#TsamakiPoems
Στη ζωή
Είπα να σε παίξω
ζωή
μία παρτίδα
μα εσύ με ξεπερνάς!
Με σέρνεις
στο ανάθεμα της αυτοδιαγραφής.
Εξάλλου
οι διακαείς πόθοι
ξεχείλισαν στο λιβανιστήρι
και λούστηκαν
στη λάσπη της ουτοπίας.
Παραδίδω γη και ύδωρ.
Σε εκλιπαρώ!
Απάλλαξέ με
από το κέλυφος
που με κάνει να σέρνομαι.
Όρθια
ν’ ανασάνω
για λίγο
από το νόμο
της φθίνουσας απόδοσης
κι ας γίνω
μετά
μια οριζόντια γραμμή.
Έπαιξα και έχασα
το παραδέχομαι
πια!
Οι νύχτες μας
δοκιμάστηκαν
η ακατάδεκτη αξιοπρέπεια
δεν γονάτισε.
Τα πρωινά
μας βρήκαν
στο αίθριο της αναφοράς
νικητές ηττημένους.
Η ψυχή μας
ούρλιαζε στον εγωισμό
και τα μάτια
γέμισαν χώμα.
Έκτοτε
η ματαιοπονία
των άδηλων δακρύων
το μόνο που καταφέρνει
είναι
να μας λερώνει με λάσπη!
#TsamakiPoems
καθιερώνει ημέρες ευαισθητοποίησης;
Το, συνήθως αλάνθαστο, ένστικτο
στη φύση
πρυτανεύει.
Παραδειγματίζει και συγκινεί.
Αυτός μόνο που άνω_ θρώσκει
βάλλεται των παθών του
καθώς υπερβαίνει τους φυσικούς νόμους.
Η σφαίρα του ηθικού
γίνεται Γης Μαδιάμ...
Εξού και τα συνακόλουθα...
Κουράζουν
οι γιορτές - παγκόσμιες ημέρες
με τα μανιφέστα τους...
Άλλοι πλέκουν εγκώμια
από θέση ισχύος
ενώ άλλοι προσθέτουν
ένα δεμάτι παρηγοριάς
στη μεμψιμοιρία τους.
Τα βαθύτερα νοήματα
χάνονται στη μετάφραση
διαφεύγουν από το σουρωτήρι
της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων.
Επιπόλαιη η φύση του ανθρώπου
παρορμητική και συνήθως επιδεικτική.
Ευχές επετείων σμικρύνονται
σε δήθεν ευαίσθητα εικονομηνύματα
ανταλλάσσονται
για να εξιλεωθούν οι συνειδήσεις
με συνοπτικές διαδικασίες.
Με ‘τούτα και με τ’ άλλα
σκοτώνονται οι αλογόμυγες...
Ρητορεία χωρίς διάκριση
και η ζωή συνεχίζεται...
Άντε και του χρόνου...
τρέχαμε ξυπόλητοι στα λιβάδια της Άνοιξης.
Βούιζαν τ' αυτιά μας
από το γέλιο του ήλιου
καθώς πλέκαμε στεφάνια
με τα χρώματα του ορίζοντα.
Φιλούσαμε τις πεταλούδες
κι εκείνες μας χάριζαν τα φτερά τους.
Κυνηγούσαμε
τις μυρωδιές των λουλουδιών
με την απόχη μας
σαν να μην υπήρχε το αύριο.
Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα
αποκαμωμένοι ξαπλώναμε στο χορτάρι
και πετροβολούσαμε τα σύννεφα.
Παίρναμε τα πινέλα μας
και ζωγραφίζαμε μικρούς ήλιους
να ξεγελάσουμε το φεγγάρι.
Η μαγεία περίσσευε
τις στιγμές εκείνες...
Ήταν τότε που μου χάριζες
ένα κατακόκκινο άνθος.
Ποτέ δεν σε ρώτησα το όνομα του
μα πάντα ήξερα πως το λένε:
Ψυχούλα του Μάη!
τη λάμψη των αστέρων.
Στην άμμο της ερήμου
κρύβουμε τις αμαρτίες μας.
Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ
στερεύει
όσο βρίθουμε στην ανομία.
Ενδύεται ο βίος μας
την ατελέσφορη πλάνη...
Αόμματοι
φτάνουμε στο Γολγοθά
μιας παρεκκλίνουσας πορείας.
Στην εγρήγορση της προσευχής
αποτυγχάνουμε.
Αποδέκτες των δωρεών σου
δεν είμαστε πια Κύριε!
Η γη θρηνεί τα ενήλικα παιδιά της
ενόσω παραδίδουμε το πνεύμα μας
στα χέρια σου.
Το καταπέτασμα της υγείας
σχίζεται
με τα πρώτα συμπτώματα
στα Άγια των Αγίων εισερχόμαστε
με την τελευταία μας πνοή.
Το έλεος όμως
ακόμα ηχεί
στις καρδιές των ανθρώπων σου.
Προτού μας προλάβει
η ένδοξη Δευτέρα παρουσία σου
στον ιερό νιπτήρα
καθαρίζουμε
τη ρυπαρότητα του πηλού.
Πριν ο πετεινός λαλήσει
τρεις φορές
ομολογούμε την πίστη μας
στο μοναδικό Θεό.
Μαχαίραν μηκέτι δώσεις
ότι αποδίδει το γένος ημών
τον οβολό της θλίψης.
Πριν το πέμπτο ευαγγέλιο
ας μεταστραφεί η δίκη της ιστορίας.
Ταπεινωθήκαμε αρκετά
ώστε να περιφέρουμε
το ασθενές σαρκίο μας
στις γειτονιές των αστεριών σου.
Μην απολύεις τους δούλους σου Δέσποτα
ότι δοξάζονταί σου οι ουρανοί .
Παράταση στην θεία οικονομία σου
ζητάμε ταπεινά!
Αυτά τα χέρια
έπλασαν το σύμπαν
έδωσαν μορφή στον προαιώνιο Αδάμ
οδήγησαν στη γη της επαγγελίας
έστειλαν το μάννα της ζωής
βάπτισαν το νέο άνθρωπο
ευλόγησαν το κρασί, το ψάρι, το ψωμί
θεράπευσαν την αρρώστια
συγχώρεσαν την αμαρτία
ανάστησαν το νεκρό σώμα
δώρισαν το αίμα και το σώμα
της αιώνιας ζωής
προσευχήθηκαν για το μέγα έλεος
έδειξαν τον ουράνιο δρόμο...
Αυτά τα χέρια
εμείς κάποτε σταυρώσαμε
κι ακόμα το κάνουμε
κάθε φορά που δεν τα πιάνουμε
ενώ μας προσφέρονται.
η κτίσις όλη!
Σβόλιασε το αίμα της
πνιγηρά στην απελπισία.
Το κέλυφος του θανάτου
κόκκινος τάφος.
Ζέχνει χολή και όξος
βοή στην αχαριστία.
Ανήκεστο δήγμα
σωτήρια κατάρα.
Σταυρωμένα στίγματα
κηλίδες στη δημιουργία!
Επικράνθη
η κτίσις όλη!
Γέννησε την κοκκινέλλη.
Ιδού ήγγικεν
η ώρα της Ανάστασης.
Το Άγιον Πάσχα
δωρίζει το όνομά του:
Πασχαλίτσα!
Αποτύπωμα πικρής ανάμνησης.
Σκαθάρι ευλογημένο
καθαγιασμένο
στη νέα του ζωή!
Τα πάντα εν σοφία …
με κολλημένο το πρόσωπό μας
στα κάγκελα του κελιού
δεν ατενίζουμε
τον ορίζοντα της ζωής
όχι
γινόμαστε ένα με τους τοίχους
το βουβό φόντο
στον πίνακα με τα σίδερα.
Άδειο το βλέμμα εγκλωβίζεται
ανάμεσα στο μέσα μας και το έξω
έτσι
που να μην αφήνει την καρδιά
να βλεφαρίσει στην ελπίδα.
Όσοι πάλι κάνουμε ένα βήμα παραπέρα
προαυλιζόμαστε
εδώ που τα όνειρα
σπόροι στο άνυδρο χώμα
ταΐζουν τις πετούμενες προσδοκίες.
Αιώνες τώρα γυροφέρνουμε
άσκοπα
με την αλυσίδα πάντα στα πόδια μας.
Στον πάσσαλο της καρδιάς μας
προσδένονται οι δυνατότητες
και ο χρόνος ζαλίζεται
από τον αέναο χορό της αναπόλησης.
Ο ένας πίσω από τον άλλο
με σκυμμένο το κεφάλι
στο ζυγό της ανθρωπότητας
αναπνέουμε βάσανα
ως το τίμημα
μιας εξέγερσης που διανοηθήκαμε.
Μαστιγώνουμε εαυτούς
με το φόβητρο της ζωής.
Ήδη σκάψαμε το λάκκο μας
και περιμένουμε ένα σινιάλο
να μας ρίξει
στάχτες ή χώμα στα μάτια.
Όταν αυτό μας φωνάζει:
«Δεύρο έξω»
δεν βλέπουμε
ότι καμία πέτρα
δεν φράζει τον τάφο μας.
Έτσι συνεχίζουμε να πεθαίνουμε
ξανά και ξανά
εδώ μέσα...
Καρδιά που σκιρτάει στου πάθους κορμί
μειλίχια στάζει το βλέμμα φιλιά
τα χείλη αγγίζουν, φωτιά που ξεσπά
και ποιος να γλιτώσει και ποιος να σωθεί;
Στη βρύση του έρωτα ποιος να πνιγεί;
Παράδοση τώρα, στο πριν και μετά
μα πόσα τραγούδια ο πόθος ξυπνά!
Ξανά στα βαθιά η ζωή σε καλεί.
Φτερά των αγγέλων φυτρώνουν στο νου
ταξίδι εκστατικό, πηγή χαράς
με ρίγος μεθάει το σύμπαν ξανά.
Σονέτο μαγείας, πνοή του Θεού
αθάνατοι στην τύχη της δωρεάς
το χάος δακρύζει, κι ο έρως γελά.
Παρόχθια του συνυπάρχειν
Στην υποτείνουσα της σκέψης σου δεν βρέθηκα τυχαία
μα ούτε κι εσύ προσγειώθηκες στα πόδια μου ξαφνικά.
Με έσφιξες με τα μάτια, άνοιξες την καταπακτή της ψυχής σου
αφήνοντας να ξεχυθούν υπερβατικά σχήματα
κάτοπτρα μιας καταδικής μας πραγματικότητας.
Με εξύψωσες, στροβιλίζοντάς με στη θέρμη σου
εξαερώθηκα από την αχαρτογράφητη φύση σου
πλαισιώθηκα στο είναι σου, αφομοιώθηκες στο δικό μου
στραγγίξαμε τις σταγόνες του έρωτά μας στο εκκρεμές του χρόνου.
Λες και ήμαστε ανάξιοι της τιμής και εντελώς προβλέψιμα
με σκότωσες πριν καν γεννηθώ, σε σκότωσα καθ' υπόδειξή σου.
Αξόδευτος τριγυρνάς στις διαθέσεις του μυαλού μου
υφαρπάζοντας τη θέρμη των λογισμών.
Γητευτή της ύπαρξής μου! Στάσου μια στιγμή μονάχα
και παίξε τον αυλό σου μόνο για 'μένα.
Αν το αντέχεις, χόρεψε μαζί μου στο μαγικό σκοπό
ειδάλλως, ας σε πάρει το ποτάμι της λήθης.
Κυριαρχώ διαλυμένη στον ουρανό σου
το "εγώ" μου γράφει ποίηση.
Ψάχνοντας το φως στο άγγιγμα των στίχων
τα κύματα θεριεύουν στην άκρη της Άνοιξης
κι όσο να προλάβω να ψελλίσω τ' όνομά σου
πνίγομαι στον απόηχο της εγκατάλειψης.
Το φως, εσύ! Οι στίχοι, εσύ!
Με όποια σειρά, στην άκρη του νοήματος εσύ
και στην άκρη του νήματος εγώ
ν' ανασαίνω στην εκδοχή του "εμείς"
που υπήρξαμε και όχι...
Περί καθόδου
Ακολουθώντας το
Άλφα και το Ωμέγα
στην επί του
όρους ομιλία
σκίρτησε η
ελπίδα μας.
Οραματιστήκαμε
τον πηλό μας
ως μακάριο
μέτοχο του
Δείπνου του μυστικού.
Μα οι σκηνές
των δικαίων
χάνονται στην
έρημο της καρδιάς μας
με κάθε βήμα
που κάνουμε
οι μωροί!
Κι αν περίλυπη
υπήρξε
η ψυχή του
Κυρίου έως θανάτου
τι άραγε
απομένει
για εμάς;
Παρά ο ίδιος ο
θάνατος
να τον
οσμιζόμαστε
σε κάθε μας
αναπνοή.
Ευλογημένοι
στο θαύμα της
ζωής
χρισμένοι στον
αγώνα
της κατά
Χριστόν θέωσης
θωρακισμένοι με
τα Τίμια Δώρα
ωστόσο
λιπόψυχοι
μπρος στο
αναπόφευκτο πέρασμα...
Και πως όχι;
Πεπτωκότες
εσμέν
στη ματαιότητα
των επιγείων.
Αποκοιμίζουμε
τη θεϊκή μας πνοή
με την παρακοή
της εγρήγορσης.
Περιπατόντες εν
τη σκοτία
παραμένουμε
θεατές
του δικού μας
πάθους
με προδότη το
είδωλο της φιλαυτίας
και προσωρινό
νικητή
τον Άδη.
Ολιγόπιστοι
θνητοί είμαστε
και μόνον αυτό.
Κύριε ελέησον…
Ο ελεύθερος, μοναχικός χορός
δεν πληρώνει την ανθρώπινη φύση.
Στο παγοδρόμιο των τύπων
κάποτε οι λέξεις τελειώνουν.
Μια και μόνο, απειροελάχιστη
συγκίνηση δύο ψυχών
είναι αρκετή
ώστε να γίνει έμπνευση
που με τη σειρά της
ενδύεται τους στίχους
παγώνοντας το χρόνο.
Είναι τότε που
χωρίς περιστροφές
η μοναξιά υπαναχωρεί.
Το δίδυμο των ψυχών
συγχρονισμένα πια
επιδίδεται σε πιρουέτες.
Τα ευγενή αισθήματα
ξεσηκώνουν τις καρδιές
εξυψώνουν το πνεύμα
γράφοντας από κοινού ποίηση.
Το σπιράλ του θανάτου
ξετυλίγεται και φθίνει.
Το σύμπαν
χειροκροτεί το ζευγάρι
που αλματωδώς πετάει
πέρα από τα θνητά δεσμά του
εκείνους
που εμπνευσμένα χαράσσουν
με τα παγοπέδιλά τους
την αιωνιότητα
επάνω στο χαρτί!
#TsamakiPoems
Δημοσιευμένα
Μέσα από την πνιχτή συννεφιά
ξεπρόβαλλε μιαν ακτίδα ήλιου
φωτίζοντας τον κήπο των ηρώων.
Εκεί βρέθηκα κι εγώ
μία Ανατολικιώτισα
χωρίς πρόσκληση.
Παραξενεύτηκα
που ήμουν αόρατη μπρος στα παγωνιά!
Περιδιαβαίνοντας
ανάμεσα σε τόσες προτομές
δεν αναγνώριζα κανένα πρόσωπο
κανένα στοιχείο τους σκαλισμένο
δε μαρτυρούσε
ούτε το πώς ούτε το γιατί.
Ανώνυμα παιδιά χωρίς χαμόγελο
έστεκαν παγωμένα
γυναικεία πρόσωπα μελαγχολικά
ανδρικά συνοφρυωμένα μάτια.
Ο ήλιος χάιδευε
τις χλωμές ψυχές των αγαλμάτων
ενώ το βλέμμα μου
παγιδεύτηκε στο βουβό παράπονο.
Τα παγώνια με κύκλωσαν
κρώζοντας
κι ένα ψυχρό ρεύμα με ράπισε
φαινόμουν πια
ήρθε η ώρα να φύγω.
Πέταλα κροτάλιζαν στο πλακόστρωτο
άλογα χλιμιντρίζοντας πλησίαζαν.
Έρχονταν ο καβαλάρης...
Η μάχη θα ξεκινούσε...
Ευαγγελισμός και αφύπνιση
ένας κρίνος και μιαν υπόσχεση
ένα γεγονός και μιαν ελπίδα
μέσα από τον πόνο
η εξιλέωση και η ελευθερία...
Ένα πλήθος ποντικιών
άρχισε να τσιρίζει στην καρδιά μου...
Κι όπως απροσδόκητα
βρέθηκα στον κήπο
έτσι και χάθηκα.
Αν με ρωτήσετε τώρα
τι θυμάμαι
από αυτό το ζωντανό όνειρο
θα πω αυτό μόνο:
Ελεύθερους πολιορκημένους
ανώνυμους
χωρίς χαρακτηριστικά
με μια λευκή μάσκα
να καλύπτει τα ραμμένα χείλη
όχι όμως
και την αιμορραγούσα καρδιά...
Την ελευθερία να προβάλλει
ματωμένη
από την ανάσα του Θεού
και το αμόνι των ανθρώπων.
Στο καμίνι της καρδιάς μου
ακόμη καίει
η φωτιά της δόξας και της τιμής!
#TsamakiPoems
Δημοσιευμένα
Τριαντάφυλλό μου
Το κρυφό μου το γινάτι
που’ γινε καρδιάς αγκάθι
με τραγούδι θα ξορκίσω
και τα μάγια του θα λύσω.
Τριαντά- τριαντά
τριαντάφυλλο στ’ αχείλι. (δις)
Να φιλή- να φιλή
να φιλήσω δε μ’ αφήνει. (δις)
Αγκαθά-αγκαθά
αγκαθάκια με τρυπάνε. (δις)
Τα μελέ-τα μελέ
τα μελένια της φυλάνε. (δις)
Τα φιλιά της τα μελένια
της καρδιάς μου στεναγμοί
τα μπουμπούκια της θα κλέψω
να μου φύγουν οι καημοί.
Δε με μέλλει κι αν πονάνε
τα δικά της τα φιλιά
τριανταφυλλένια χείλη
θα φιλήσω μια βραδιά.
Τριαντά- τριαντά
τριαντάφυλλο στ’ αχείλι. (δις)
Να φιλή- να φιλή
να φιλήσω δε μ’ αφήνει. (δις)
Αγκαθά-αγκαθά
αγκαθάκια με τρυπάνε. (δις)
Τα μελέ-τα μελέ
τα μελένια της φυλάνε. (δις)
Για τ’ αγκάθι στη καρδιά μου
που πονάει πιο πολύ
βάλσαμο μελένια χείλη
να μου γιάνουν την πληγή.
#TsamakiPoems
Δημοσιευμένα
#TsamakiPoems
Δημοσιευμένα
σε ξένο αχυρώνα
για μια γαϊδούρα θηλυκιά
όμορφη, τσαπερδόνα.
Ο ένας κοκορεύονταν
πώς ήταν χωρίς σαμάρι
κι ο άλλος πως στον σταύλο του
ήταν κρυφό καμάρι.
Η γαϊδάρα τους κοιτούσε
μασουλώντας το σανό της
μα κρατούσε στην καρδιά της
άλλον για το μετρικό της.
Η λεγάμενη, το ζώον
δε μασούσε φυσικά
το κουτόχορτο που άλλοι
σκόρπαγαν εκεί μπροστά.
Η κουκουβάγια έξυπνη
σοφή από την κούνια
απάντησε ορθά κοφτά
στα άμυαλα γαϊδούρια:
- Η δική σας η γαϊδάρα
που σας είχε χαλαρά
παρήγγειλε, να ξέρετε
πιο δυνατά σχοινιά…
Στον έρωτα να μάθετε
σα κύκνοι ν ' αγαπάτε
ανθρώπινες συνήθειες
πότε μην κουβαλάτε.
Χαμηλώσανε τ' αυτιά τους
τα γαϊδούρια το λοιπόν
δώσανε σαφώς τα "χέρια"
φίλοι ξανά προς το παρόν!
μη με ρωτάς, μόνο τα χέρια μου δες
αυλακωμένα στην αλμύρα μου, πιες
μήπως και πάψω άλλο να πονάω.
Μια προσευχή στον αέρα σκορπάω
σε κόκκους φυλάω τα όσα μου λες
παλάτι σου έφτιαξα, έλα και μπες
τον οίκτο σου δεν θέλω κι ας διψάω.
Το παραμύθι μου στην αμμουδιά σου
ψηλώνει στο ήλιο κάθε πρωινό
αλάτι με νερό σαν το ποτίζω.
Στην άμμο ζωγραφίζω την καρδιά σου
ξαπλώνω πάνω της κάθε δειλινό
σαν κύμα έρχομαι, κρυφά δακρύζω.
Το κουτόχορτο
Στη φάρμα των ζώων
γίνεται απόψε της μουρλής
φέρτε πόπ κόρν να δείτε
ταινία εποχής!
Δύο γαϊδάροι μάλωναν
σε ξένο αχυρώνα
για μια γαϊδούρα θηλυκιά
όμορφη, τσαπερδόνα!
Γκάριζαν τόσο δυνατά
πιάνονταν και στα «χέρια»
τους έκλαιγαν κι οι ρέγγες
σκασμένες απ' τα γέλια!
Ο ένας κοκορεύονταν
πώς ήταν χωρίς σαμάρι
κι ο άλλος πως στον σταύλο του
ήταν κρυφό καμάρι!
Η γαϊδάρα τους
κοιτούσε
μασουλώντας το σανό της
μα κρατούσε στην καρδιά της
άλλον για το μετρικό της!
Υπομονή γαϊδουρινή
έδειχναν και οι δύο
σε μια διελκυστίνδα
με τριχωτό βραβείο!
«Μαύρο φίδι που θα σας φάει»
ακούστηκε ξαφνικά
ήταν η κουκουβάγια
που όλα τα γροικά!
« Η δική σας η γαϊδάρα
που σας είχε χαλαρά
παρήγγειλε, να ξέρετε
πιο δυνατά σχοινιά»
Χαμηλώσανε τ' αυτιά τους
τα γαϊδούρια το λοιπόν
δώσανε και τα «χέρια»
φίλοι προς το παρόν!
Η λεγάμενη, το
ζώον
δε μασούσε φυσικά
το κουτόχορτο που άλλοι
σκόρπαγαν εκεί μπροστά!
Στην κουκουβάγια στράφηκε
της έκλεισε το μάτι
το κόλπο τους επέτυχε
να λήξει αυτή η μάχη!
«Τώρα να πεις του αλλουνού
να ‘ρθεί στον αχυρώνα
ελεύθερο το πεδίο
μου ‘ταξε αρραβώνα»
Μα το πουλί πιο έξυπνο
σοφό από την κούνια
απάντησε ορθά κοφτά
στην άμοιρη γαϊδούρα:
« Άργησες χελωνίτσα μου
χωρίς κοκόρου γνώση
μιαν άλλη γαϊδουρόδενε
κι εσύ είχες νυχτώσει»
«Στον έρωτα να
μάθετε
σα κύκνοι ν ' αγαπάτε
ανθρώπινες συνήθειες
πότε μην κουβαλάτε»
Τρέμουν τα βλέφαρα, στη θέα σκορπώ
κάνω σινιάλα καπνού, τον προσκαλώ
έχοντας στρώσει στην καρδιά μου χαλί.
Όσο κι αν φωνάζω, στέκεται βουβός
φλέβες, απότιστα λουλούδια, χτυπούν
λόγια στον αέρα πάνε και γυρνούν
ποια μάσκα στα χείλη φοράω και πώς;
Κάτω πετώ ό,τι δεμένη με κρατά
βρίσκω στις στάχτες μου χαμένο χρυσό
δώρα της φύσης αναμνήσεις ξυπνούν.
Άσπρη σημαία υψώνω με χαρά
παίρνω το φιλί που έμεινε μισό
όλες οι ευχές τον Απρίλη φορούν!
Μερτικό
Στο
πανηγύρι της ζωής
σου
δίνω το μαντήλι
πιάσε
γλυκά το χέρι μου
να μη
μας βρει το δείλι.
Μ’
αρνήθηκες σα ντράπηκες
να
σύρεις το χορό μας
ό,τι
κι αν είχα σου ‘δωσα
πικρό
το μερτικό μας.
Αχ! Να
γινόμουν σύννεφο
στον
ουρανό σου επάνω
να σε
θωρώ αγάπη μου
ψηλά,
κι ας μη σε φτάνω!
Αχ! Να
γινόμουν άνεμος
σα
χάδι στα μαλλιά σου
να σου
τυλίγω το κορμί
κι ας
είμαι μακριά σου!
Να
γίνω γλάστρα, μάτια μου
να
πίνω το νερό σου
απ’ τα
λευκά χεράκια σου
να
πνίγω τον καημό σου.
Χώμα
να γίνω, αν το θες
χορτάρι
να πατήσεις
όπου
σταθείς κι όπου βρεθείς
τα
χνάρια σου ν’ αφήσεις.
Χωρίς
αγάπη στη ζωή
η ζήση
μαραζώνει
χωρίς
εσέ μικρούλα μου
κερί
που σιγολιώνει!
Κέρνα
Ο
ουρανός ο γαλανός
ποτέ
του δε δακρύζει.
τη ‘μέρα
ξέρει να γελά
και τη
νυχτιά φωτίζει.
Ο
ήλιος πριν τη δύση του
μονάχα
πικρολιώνει
και
τον καημό στη θάλασσα
πνίγοντας
μερακλώνει.
Για
όλες τούτες τις στιγμές
που η
ψυχή πονάει
αγνάντι,
κατευόδιο
το
παρελθόν κερνάει.
Στο
ύψος σου σα στέκεσαι
περήφανα,
ως πρέπει
λαμπρό
το μέλλον γράφεται
ζωής
που διαπρέπει.
Ηγείσαι
του παράλογου
στη
μάχη βάζεις φρένα.
ισορροπείς
στα δύσκολα
χαμογελάς
στη τρέλα.
Στον
πόνο και στα σοβαρά
στέκεις
με τη σιωπή σου
και με
το βλέμμα μοναχά
προσφέρεις
την ψυχή σου.
Στο
πανηγύρι της ζωής
πάρε
λευκό μαντήλι
και
σύρε πρώτος το χορό
κέρνα
κρασί το δείλι.
Εβίβα!
Τι να
σου κάμω μάτια μου και μου βαριανασαίνεις;
Της
μοίρας τα φιλέματα πίσω να μη τα στέλνεις.
Στο Λα
Μινόρε της ζωής, στης τύχης το σεργιάνι
διπλά
η μοίρα χάρισε δαντέλες στ' ακρογιάλι.
Μα
κιότεψες αγάπη μου, το χάσαμε το πλοίο
το
"παρ' ολίγον" έγινε "ποτέ" εμείς οι δυο.
Κλάψε
στο μπουζουκάκι σου, πές τα στην Ευδοκία...
φόρα
το μπερεδάκι σου, στερνή μου προδοσία!
Στη
χόβολη του έρωτα, στη πυροστιά του πόθου
σεκλέτια,
μπρίκι με καφέ, φαρμάκια του ανθρώπου.
Πολλά
βαρύς κ' ασήκωτος, διπλός σαν τα σεκλέτια
σκέτος
στην άνοστη ζωή, εβίβα! Τώρα ντέρτια…
Εγώ τι
φταίω μάτια μου; Λουκούμι στο πιατάκι;
Να
πασπαλίζω δίπλα σου; Να πίνω το φαρμάκι;
Τον
έρωτά μου έχασες και σύγκρυο σε πιάνει
τρέμουνε
τα χεράκια σου και πέφτει το φλιτζάνι.
Άντε
θα πάρεις και λεφτά! Βαρυγκομάς ακόμα;
Έλα να
πάρεις, αν τολμάς, γλυκό φιλί στο στόμα!
Παραγγελιά
Παραγγελιά
λεβέντικη
αβάντα
στο καημό μας
αφού
δε ξεκινήσαμε
για τον
προορισμό μας.
Μόνο
για την αφεντιά μου
σήκω
φέρε μια στροφή
πνίξε
όλα τα σεκλέτια
μια
για πάντα στο κρασί.
Φέρε
το ντέφι να χτυπώ
ο
χάρος να τρομάξει
κάθε
καημό και βάσανο
η
πίστα ν’ αλαλάξει.
Παίξε
μπουζούκι του καημού
μια
ζεϊμπεκιά αγάντα
κάθε
φαρμάκι και στροφή
μοναχικά
για πάντα.
Δακρυσμένος ουρανός
Ο
ουρανός κι η θάλασσα, αχώριστο ζευγάρι
διάφανο
το κάτοπτρο, γαλάζια παραζάλη.
Της
πλάσης τούτα τα στοιχειά, δεν έσμιξαν ποτέ τους
μόνο
με τον ορίζοντα βαπτίζουν τις ψυχές τους.
Με του
Απρίλη τα προικιά, η Άνοιξη τους τάζει
μα μια
πικρομάγισσα τη μοίρα τους τρομάζει.
Κίβδηλοι
άνεμοι φυσούν και το νερό θεριεύουν
τα
κύματα, βοήθεια, στον ουρανό γυρεύουν.
Εκείνος
τόσο μακριά απ’ των ανέμων άχτι
τη
θάλασσα παρεξηγά και χύνει ένα δάκρυ.
«Ποτέ
σου δε μ’ αγάπησες, γι’ αυτό και αγριεύεις
τι σου
‘κανα κι’ αντάριασες; Πες μου, τι με πικραίνεις;»
Το
δάκρυ τούτο τ’ ουρανού, τη θάλασσα σπαράζει
μα έλα
που το κλάμα της, η θύελλα το θάβει!
«Πάντα
πιστά σε προσκυνώ, εσύ με χρωματίζεις
Πάντα
γλυκά θα σε φιλώ κάθε που με φωτίζεις»
Το
μήνυμα να μη χαθεί, να βρει τον παραλήπτη
αρπάζει
το γλαρόπουλο μες των ανέμων φρίκη.
Το
δίνει και στον αετό, που πιο ψηλά πετάει
το
φέρνουνε τα σύννεφα, στο θρόνο που πατάει.
Λόγια
υγρά θεάρεστα, π’ ανέμους μαλακώνουν
τις
θύελλες κοπάζουνε, μα τις καρδιές ματώνουν.
Το
αίμα τούτο του καημού στάζει μαθές στη Δύση
τη
μέρα είναι γαλανό, πριν τη νυχτιά μεθύσει.
Από το
ίδιο υλικό είναι κι οι δυο φτιαγμένοι
σταλάζουν
δάκρυα βροχής κι εκείνη τα ‘πομένει.
Η
μοίρα τους το θέλησε ποτέ μη συναντιούνται
και
της ψυχής το βάλσαμο, μονάχα να κοιτιούνται.
Τι ο
βαθύς ορίζοντας ψευδαίσθηση γεννάει
ο
ουρανός τη θάλασσα ποτέ δεν ακουμπάει!
Πολλά συγχαρητήρια!!!! Πολύ προσεγμένο και ποιοτικό blog!!Καλή συνέχεια εύχομαι !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ για τις ευχές και τα καλά σου λόγια Γεωργία!
ΑπάντησηΔιαγραφή