TITULUS CRUCIS
Ξημερώματα Μεγάλης Πέμπτης
το μικρό χωριό στη Γαλικία
αναδύθηκε μέσα από την ομίχλη
στο φως του Ήλιου!
Μια μαυροφορεμένη γυναίκα
ανέβαινε την ανηφόρα του βουνού
για το κοιμητήριο
τραβώντας από το χέρι
τη μικρή της κόρη.
Οι πλεξίδες τους
έβγαιναν κάτω από το μαντήλι
πένθιμες κι αυτές
σαν τις καμπάνες της ψυχής.
Η Iglesia de la Santa Creu
ξεπρόβαλλε μέσα από τα κυπαρίσσια
κι ένας στεναγμός από τη μητέρα
έκανε τη μικρή Eulàlia
να σφίξει το χεράκι της περισσότερο.
Φτάνοντας στο κοιμητήριο
βρήκαν τη μεταλλική πόρτα
να χάσκει τρίζοντας
λες και τις περίμενε κάποιος...
Ένα ρίγος
διαπέρασε το σώμα τους
καθώς έκαναν το σημείο του σταυρού.
Κατευθύνθηκαν
προς τη μοναδική καρυδιά
κάτω από την οποία
βρίσκονταν ο τάφος εκείνου...
Η Anastasia, έτσι έλεγαν τη χήρα
έβγαλε από το καλάθι της
ένα μπουκέτο με πασχαλιές
και βάλθηκε να τις τακτοποιεί
με ευλάβεια σ' ένα πήλινο βάζο
χωμένο στο νωπό έδαφος.
Τα μάτια της είχαν στερέψει
από τα δάκρυα του πόνου
προ πολλού
μα και η Eulàlia έμοιαζε
σαν άγαλμα ψυχρό πλάι της.
Νύσταζε βέβαια
καθώς η μητέρα της
την είχε ξυπνήσει
από τα χαράματα.
Ένα βουητό από έντομο
έκανε τη μικρή
να ψάχνει με τα μάτια
γύρω της.
Κάτω στο έδαφος
κοντά στα πόδια της
σε ένα σβώλο κοπριάς
υπήρχε
ένας σκαραβαίος πράσινος.
Ήταν από αυτούς
που στη ράχη τους έχουν
ιριδίζουσες λάμψεις!
Βασιλιάδες
τους έλεγαν στα μέρη εκείνα.
Με ένα κλαδί καρυδιάς
τον έβγαλε στο φως...
Η Eulàlia με το παπούτσι της
άρχισε να σπρώχνει την κοπριά
ώστε να κυλάει μόνη της
σα να ήταν βόλος.
Τραβώντας μια κλωστή από το σάλι
την έδεσε γύρω από το Βασιλιά
μεταξύ της κοιλιάς και της πλευράς...
Καθώς το αιχμαλωτισμένο ζωύφιο
ζουζούνιζε γύρω από το κορίτσι
κόκκινες παπαρούνες
φύτρωναν στο έδαφος
σχηματίζοντας έναν κύκλο!
Σάστισε η Eulàlia
όπως είναι φυσικό
και γύρισε προς τη μητέρα της
να της δώσει κάποια
λογική εξήγηση
μα εκείνη ήταν αφοσιωμένη
στην περιποίηση του τάφου.
Κάπως έτσι της ξέφυγε
η κλωστή από το χέρι
και ο Βασιλιάς ελευθερώθηκε.
Η μικρή βάλθηκε να τον ακολουθεί
μιας και εκείνος δεν μπορούσε
να πετάξει ούτε ψηλά
ούτε γρήγορα.
Από όπου πετούσε το έντομο
άνθιζαν παπαρούνες
μέχρι που στάθηκε
στη στρογγυλή διακοσμητικη πλάκα
ενός τάφου.
Ήταν μια ραγισμένη πέτρα
με ανάγλυφο πάνω της
το θλιμμένο πρόσωπο του Χριστού!
Εκεί
στο σημείο της καρδιάς του
πήγε και έμεινε ακίνητος
ο πράσινος σκαραβαίος.
Η Eulàlia
γονάτισε και προσκύνησε
με ευλάβεια.
Μπορεί να μην ήξερε γράμματα
για να διαβάσει τη σκαλιστή επιγραφή:
INRI
όμως γνώριζε καλά
τη μορφή Εκείνου
του Βασιλέα των πάντων...
Παραξενεύτηκε τόσο
που τον έβλεπε θλιμμένο
σα να ήταν
ένας κοινός άνθρωπος
που κάτι τον βασάνιζε!
_ Είμαι ο ών!
Με βλέπεις
όπως ακριβώς αισθάνεσαι!
Το κορίτσι ταράχτηκε!
_ Μπορείς και μιλάς;
_ Τη μια γλώσσα και μοναδική
αυτή που ξεχάστηκε
στα θεμέλια της Βαβέλ...
Τη γλώσσα της αληθείας
που μόνο οι ταπεινοί στην καρδιά
καταλαβαίνουν
αυτή τη φωνή
είναι που ακούς.
_ Γιατί είσαι θλιμμένος;
Μήπως επειδή σε σταύρωσαν;
_ Τα παιδιά μου
με σταυρώνουν συνεχώς
μα ο πόνος μου είναι
ο δικός σου καημός...
Το κόκκινο αίμα της παπαρούνας
σε πνίγει
η Άνοιξη της ζωής
σου παίρνει τη μιλιά...
_ Το ξέρεις πως
πέθανε ο πατέρας μου
εσύ τον πήρες
έτσι δεν είναι;
_ Οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει
και αναστήσω αυτόν εγώ
τη εσχάτη ημέρα...
Η Eulàlia τότε χαμογέλασε
και μαζί της χαμογέλασε
κι Εκείνος...
_ Ψυχούλα μου ξύπνα
θα κρυώσεις εδώ κάτω!
Ήταν η φωνή της μητέρας της
που τη σήκωνε απαλά
κάτω από τον κορμό της καρυδιάς...
_ Μητέρα
τον είδα μπροστά μου
του μίλησα...
_ Καλό μου παιδί
βρήκες πάλι τη φωνή σου!
Δόξα να έχει ο μεγαλοδύναμος!
_ Βρήκα το Θεό
μητέρα
να εδώ...
Δείχνοντας την καρδιά της
μια πεταλούδα λευκή
ήρθε και στάθηκε
στο μαύρο μαντήλι της...
Το μεγάλο θαύμα της Eulàlia
διαδόθηκε σε όλο το χωριό
κι ακόμη πιο πέρα.
Όταν μετά από χρόνια
κοιμήθηκε με τη σειρά της
κάτω από τη σκιά της καρυδιάς
οι κάτοικοι προς τιμή της
ονόμασαν
το εκκλησάκι του κοιμητηρίου:
Iglesia de la Santa Creu i Santa Eulàlia
#TsamakiPoems
Τέλειο από λες τις απόψεις. Καλή αναδταδη
ΑπάντησηΔιαγραφή